Για την ομορφιά και τη λαμπρότητα της Μυτιλήνης στα ρωμαϊκά χρόνια –που υπήρξε εφάμιλλη με αυτήν της Ρόδου και της Εφέσου– μας πληροφορούν οι γραπτές πηγές και οι φιλολογικές μαρτυρίες της εποχής, όπως αυτές σώζονται μέσα από το έργο των αρχαίων συγγραφέων (Οράτιος, Ωδές: 1.7.1, Επιστολές: 1.11.17). Συχνές είναι οι αναφορές στην άρτια πολεοδομική οργάνωση της πόλης, στα μεγαλοπρεπή δημόσια οικοδομήματα και τις πολυτελείς οικίες της. Αναμφίβολα, η πόλη της Μυτιλήνης γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση και ακμή κατά τη ρωμαϊκή εποχή, γεγονός που τεκμαίρεται άλλωστε και από την πληθώρα των αρχαιολογικών δεδομένων, που δεν είναι άλλα από τα ορατά υλικά κατάλοιπα και τα ενίοτε καλύτερα διατηρούμενα μνημεία της περιόδου. Στα τελευταία συγκαταλέγεται και η πολύτοξη, μαρμάρινη, μνημειακή υδατογέφυρα της Μόριας, η οποία αποτέλεσε μέρος ενός ευρύτερου μεγαλόπνοου τεχνικού έργου της εποχής, του περίφημου ρωμαϊκού υδραγωγείου, που κατασκευάστηκε με σκοπό να καλύψει τις εκτεταμένες υδρευτικές ανάγκες των κατοίκων της πόλης της Μυτιλήνης στα ρωμαϊκά χρόνια.
Με αφετηρία τις επιφανειακές πηγές του «Τσίγκου» και ενδιάμεσο ανεφοδιασμό από λίμνες, ποτάμια και άλλες πηγές που συναντούσε στην πορεία του, το υδραγωγείο, διανύοντας μια συνολική απόσταση τριάντα τριών περίπου χιλιομέτρων, μετέφερε το άφθονο νερό από τις υπώρειες του όρους Ολύμπου Αγιάσου (περιοχή Αγίου Δημητρίου και Μεγάλης Λίμνης) στην ανατολική πλευρά του νησιού, όπου ήταν χτισμένη η πόλη της Μυτιλήνης.
Πιο συγκεκριμένα, από τις μελέτες των παλιότερων ερευνητών, τα διατηρούμενα υλικά κατάλοιπα και τα νεώτερα ανασκαφικά δεδομένα –σε συνδυασμό με τα πορίσματα των θετικών επιστημών– μπορούμε να ανασυνθέσουμε τη συνολική πορεία του υδραγωγείου με τις κύριες θέσεις από τις οποίες περνούσε ο υδαταγωγός. Ξεκινώντας από τη Μεγάλη Λίμνη και τις πηγές του «Τσίγκου» στον Άγιο Δημήτριο και κατευθυνόμενος από τα δυτικά προς τα ανατολικά, περνούσε, με υπέργεια και υπόγεια τμήματα, αλλά και με τη βοήθεια υδατογεφυρών, από τις θέσεις: Ανεραΐδα, Θυρίδια, Πασπαλά, Άγιοι Άγγελοι, Κούστερη, Βρυσούδια, Λαρισσαίες Πέτρες, Καμαρούδια, Πρινερή Κατηφόρι, Φανός, Μόρια, Κουτσούκ Λούτσα για να καταλήξει στην κεντρική δεξαμενή συγκέντρωσης και διανομής του νερού (castellum divisorium) που πιθανότατα βρισκόταν στον λόφο της Αγίας Κυριακής, εντός των τειχών της πόλης, κάτω από τον «Τεκέ» του αρχαίου θεάτρου. Με περαιτέρω υπόγειες διακλαδώσεις του κεντρικού αγωγού το νερό τροφοδοτούσε τα λουτρά, τις δεξαμενές, τις δημόσιες κρήνες και τις πολυτελείς ιδιωτικές οικίες της πόλης.
Έχει υπολογιστεί ότι η ποσότητα του νερού που προμήθευε το υδραγωγείο στην πόλη ημερησίως κυμαινόταν –αναλόγως των καιρικών συνθηκών, της κατάστασης συντήρησης του αγωγού κ.ο.κ.– μεταξύ 11.500 και 14.500 κυβικών μέτρων. Όσον αφορά τα γενικά τεχνικά του χαρακτηριστικά, ο υδαταγωγός ήταν ορθογωνιόσχημης διατομής (με κυμαινόμενο πλάτος 0,60 – 0,65 μ. και ύψος 0,85 – 0,90 μ.), υδατοστεγής, επιχρισμένος εσωτερικά με υδραυλικό κονίαμα και προσαρμοζόταν στα εκάστοτε εδαφολογικά/γεωλογικά χαρακτηριστικά των περιοχών από τις οποίες περνούσε. Η τεχνική αρτιότητα του υδραγωγείου έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην εξομάλυνση των πολλαπλών γεωμορφολογικών ανομοιογενειών και υψομετρικών αποκλίσεων του εδαφικού αναγλύφου που συναντούσε κατά την πορεία του, κάτι που κατάφερε ο αρχιτέκτονας του έργου να επιτύχει με ποικίλους τρόπους: με την κατασκευή κτιστών ή λαξευτών στον βράχο θολωτών αγωγών, υπόγειων ή υπέργειων, δεξαμενών, αλλά και υδατογεφυρών (μονότοξων, δίτοξων, τετράτοξων, πολύτοξων) που εξασφάλιζαν, με την απαραίτητη σταδιακά μειούμενη υδραυλική κλίση, τη συνεχή ροή του νερού.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, αλλά και εντυπωσιακό από τεχνικής άποψης, είναι το τμήμα του κτιστού υδαταγωγού στη θέση Πρινερή Κατηφόρι. Συνεχίζοντας την πορεία του προς τα ανατολικά, ο υδαταγωγός εντοπίζεται λαξευμένος στα βραχώδη πρανή κατά μήκος του ρέματος κάτω από την «Βρύση της Ατσιγκάνας» και στη συνέχεια διασχίζει με τη βοήθεια μιας υπόγειας κτιστής σήραγγας, μήκους περίπου ενός χιλιομέτρου και μέγιστου βάθους περίπου 35 μέτρων, τον μεγάλο βραχώδη όγκο που συναντά.
Ωστόσο, αναμφίβολα, ο μνημειακός χαρακτήρας του μεγάλου αυτού τεχνικού έργου αντικατοπτρίζεται στα μεγάλης κλίμακας υπέργεια αρχιτεκτονικά του στοιχεία, όπως αυτά αποτυπώνονται στις άλλοτε αποσπασματικά κι άλλοτε καλύτερα διατηρούμενες εννέα συνολικά τοξωτές υδατογέφυρές του: τις τρεις μονότοξες υδατογέφυρες στις θέσεις Ανεραΐδα, Κούστερη και Πασπαλά, τις δύο δίτοξες στις θέσεις Καμαρούδια και Κουτσούκ Λούτσα, τις τρεις τετράτοξες στις θέσεις Πασπαλά, Βρυσούδια και Θυρίδια και την εντυπωσιακότερη όλων πολύτοξη μαρμάρινη μνημειακή υδατογέφυρα στη Μόρια.
Η πολύτοξη μαρμάρινη μνημειακή υδατογέφυρα της Μόριας
Η υδατογέφυρα της Μόριας, το σημαντικότερο τμήμα του ρωμαϊκού υδραγωγείου και ίσως το κορυφαίο μνημείο της λεσβιακής υπαίθρου, γεφύρωνε την ανομοιογένεια και υψομετρική απόκλιση του εδάφους ανάμεσα στις πλαγιές και την κοιλάδα, στην οποία ήταν χτισμένη, 500 μ. νοτίως του ομώνυμου οικισμού. Με μέγιστο συνολικό μήκος 170 μ. (στο ύψος του υδαταγωγού) και ύψος 24,46 μ. (στο κέντρο της κοιλάδας), αποτελείται από 16 πεσσούς ορθογωνιόσχημης κάτοψης, κατασκευασμένους σύμφωνα με το ψευδοϊσοδομικό σύστημα, μεταξύ των οποίων σχηματίζονται 17 τοξωτά ανοίγματα. Στο μέσο της υδατογέφυρας, το κάθε ένα από αυτά υποδιαιρείται σε δύο και, σταδιακά στο κεντρικό και υψηλότερο τμήμα της, σε τρεις επάλληλες σειρές, εν είδει δίτονης και τρίτονης τοξοστοιχίας, αντιστοίχως.
Στο ύψος της βάσης κάθε επάλληλης τοξοστοιχίας, οι πεσσοί επιστέφονται, διαδοχικά και κατ’ αντιστοιχία, με επίκρανο αποτελούμενο από λοξότμητο κυμάτιο και άβακα, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι είναι τριμερείς και επιτείνοντας την κλασικιστική διάθεση, που εμφανώς διαπνέει τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του έργου στο σύνολό τους. Οι ορθογώνιοι λίθοι των πεσσών έχουν διαμορφωμένα μέτωπα και είναι διακοσμημένοι με περιταίνιο. Η αρμογή των λίθων επιτυγχάνεται χωρίς κάποιο –ορατό τουλάχιστον– συνδετικό υλικό ή μετάλλινους συνδέσμους, με εξαίρεση τους ανώτατους λίθους, που είχαν στερεωθεί στην κορυφή με τη βοήθεια μολυβδοχοημένων πιόσχημων μετάλλινων γόμφων.
Σήμερα διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση οι κεντρικοί πεσσοί, ενώ από τους ακραίους σώζονται οι κατώτερες στρώσεις. Από την κατώτερη τοξοστοιχία σώζεται το ένα από τα αρχικά πέντε λίθινα τόξα. Από τη μεσαία τοξοστοιχία σώζονται τα οκτώ από τα αρχικά δεκατρία μαρμάρινα τόξα, ενώ από την ανώτερη τοξοστοιχία, που στήριζε και τον υδαταγωγό, σώζονται μόνο τα δύο και η γένεση ενός τρίτου από τα αρχικά δεκαπέντε ή δεκαεπτά τόξα.
Ελλείψει επιγραφικών τεκμηρίων και ιστορικών συμφραζομένων και βάσει των διαθέσιμων αρχαιολογικών δεδομένων, το ρωμαϊκό υδραγωγείο της Μυτιλήνης θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονολογικά στην εποχή του Αδριανού και πιο συγκεκριμένα, στο β’ μισό του 2ου αι. μ.Χ., ενώ λιγότερο πιθανή είναι η εκδοχή μιας πρωιμότερης χρονολόγησής του στα χρόνια του μηχανικού Αγρίππα, γαμπρού του Αυγούστου. Σε αυτό συνηγορούν οι ομοιότητες και τα κοινά τυπολογικά στοιχεία που παρατηρούνται στα αρχιτεκτονικά μέρη και τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες (π.χ. διάρθρωση πεσσών και τόξων) των υδατογεφυρών του, με τις αντίστοιχες των υδραγωγείων της αρχαίας Σίδης και της Αντιόχειας Πισιδίας.
Η πολύτοξη μαρμάρινη υδατογέφυρα της Μόριας αποτελεί αναμφίβολα την επιτομή της μνημειακής αρχιτεκτονικής έκφρασης του μεγάλου αυτού και σημαντικού χρηστικού τεχνικού έργου των ρωμαϊκών χρόνων. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η περιγραφή του Ιωάννη Δ. Κοντή, σύμφωνα με την οποία «ολόκληρη η κατασκευή έμοιαζε με ενιαία πρόσοψη κτηρίου με τρεις επάλληλες στοές». Ο ιδιαίτερος αρχιτεκτονικός της σχεδιασμός την καθιστά μια από τις ομορφότερες υδατογέφυρες του αρχαίου κόσμου.