Μεταξύ των ετών 1994 και 1996, κατά τη διάρκεια των τεχνικών και εκσκαφικών εργασιών για την ανέγερση του 3ου Νηπιαγωγείου Μυτιλήνης, στη συμβολή των οδών Πανσεληνά Αγιορείτου και Αχιλλείου στη Μυτιλήνη, ήρθε στο φως πολυτελής ιδιωτική οικία/έπαυλη που ανάγεται χρονολογικά στους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα πρώτα σημαντικά ευρήματα αποκαλύφθηκαν το 1996, κατά τη διάρκεια των σωστικών ανασκαφών στον αύλειο χώρο του 8ου Δημοτικού Σχολείου Μυτιλήνης από την τότε Αρχαιολογική Υπηρεσία. Νεώτερες έρευνες, οι οποίες συμπλήρωσαν και ανέδειξαν τα έως τότε αρχαιολογικά δεδομένα, πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2015 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου, στο πλαίσιο του έργου: «Ενοποίηση των Αρχαιολογικών Χώρων της Πόλης της Μυτιλήνης» (ΕΣΠΑ 2007-2013).
Στην αρχαϊκή εποχή, η θέση της ρωμαϊκής έπαυλης αντιστοιχούσε στο αντικρινό τμήμα της στεριάς (απέναντι δηλαδή από τη νησίδα της πόλης της Μυτιλήνης), δυτικά της όχθης του Ευρίπου, σε μια περιοχή με ιδιαίτερα αραιή κατοίκηση, που την περίοδο εκείνη χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα ως νεκροταφείο. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τα σχετικά ευρήματα της κατηγορίας (λίθινες ανθρωπόμορφες στήλες ως σήματα σε ταφικές πυρές, εγχυτρισμοί βρεφών, ενταφιασμός εφήβου), που εντοπίστηκαν αδιατάραχτα σε παρακείμενες κοιλότητες του φυσικού βράχου κάτω από τα υστερότερα οικιστικά κατάλοιπα.
Ο χώρος εύρεσης της ρωμαϊκής έπαυλης φαίνεται ότι είχε διαμορφωθεί σε οικιστικό ήδη από τους πρώιμους χρόνους της ελληνιστικής περιόδου, οπότε και ξεκίνησε εντατικά η επέκταση της πόλης εκτός της νησίδας προς το αντικρινό τμήμα της στεριάς. Για την εξομάλυνση της υψομετρικής διαφοράς του επικλινούς εδάφους δημιουργήθηκαν δύο μεγάλα άνδηρα, πάνω στα οποία οικοδομήθηκε, στη θέση προγενέστερων οικιστικών καταλοίπων, ένα πρώιμο ρωμαϊκό οικιστικό συγκρότημα (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.), που έλαβε την τελική του μορφή κατά τον 2ο – 3ο αι. μ.Χ. Η οικία ωστόσο βρισκόταν σε συνεχή χρήση από την ύστερη ελληνιστική (2ος – 1ος αι. π.Χ.) έως τη ρωμαϊκή εποχή (2ος – 3ος αι. μ.Χ.), όπως άλλωστε υποδεικνύουν τα αρχαιολογικά δεδομένα: τα διατηρούμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στον χώρο και κυρίως ο ψευδοϊσόδομος αναλημματικός τοίχος, που συγκρατεί το υψηλότερο από τα δύο πλατώματα.
Το οικοδόμημα οργανώνεται σε δύο επίπεδα, τα οποία δεν είναι βέβαιο κατά πόσο αποτελούσαν δύο ξεχωριστές, ανεξάρτητες οικίες ή μέρη της ίδιας πολυτελούς έπαυλης. Το κατώτερο επίπεδο αποτελείται από μια περίστυλη αυλή, που πλαισιώνεται στις τρεις πλευρές της (νότια, ανατολική, δυτική) από σειρά δωματίων. Αντίστοιχη θα ήταν και η διαμόρφωση της βόρειας πτέρυγας, η οποία ωστόσο δε διατηρείται. Η δυτική πλευρά της αυλής, όπου βρίσκονταν τα «επίσημα δωμάτια» της οικίας, διαμορφώνεται ως διάδρομος, επιστρωμένος με ψηφιδωτό δάπεδο, που εικονίζει αλληλοτεμνόμενους κύκλους με εγγεγραμμένα ρομβοειδή μοτίβα στο εσωτερικό τους. Το σημαντικότερο από τα επίσημα δωμάτια, στο κέντρο, κοσμείται με τοιχογραφία που μιμείται έγχρωμη ορθομαρμάρωση και ψηφιδωτό δάπεδο. Το τελευταίο οργανώνεται σε τέσσερεις περίκλειστες με σχοινόμορφο πλοχμό μετόπες που εικονίζουν τον Διόνυσο και τρεις ακόμη μορφές του κύκλου του: Πάνα, θεά Αρτέμιδα(;), Παπποσιληνό. Η νότια πτέρυγα αποτελείται από δύο κεντρικά δωμάτια (ένα σχεδόν τετράγωνο και ένα δεύτερο, επίμηκες, ορθογωνιόσχημο), που επικοινωνούν μεταξύ του με εσωτερικό θυραίο άνοιγμα. Φέρουν κοινό τοιχογραφικό διάκοσμο, ο οποίος εικόνιζε αρχικά αρχιτεκτονήματα και μετέπειτα γραμμικά γεωμετρικά σχέδια (αστεροειδή μοτίβα με μελανές γραμμές επάνω σε λευκό βάθος). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το δωμάτιο της νοτιοδυτικής γωνίας, στο οποίο αποκαλύφθηκε υποδοχή για τη στερέωση κλίμακας που οδηγούσε είτε σε δεύτερο όροφο πάνω από τη νότια πτέρυγα είτε στο ανώτερο επίπεδο της οικίας.
Το κτίσμα στο ανώτερο επίπεδο φαίνεται ότι ήταν προσανατολισμένο στον άξονα Α-Δ με την πρόσοψη και την είσοδό του στα ανατολικά, όπου εντοπίστηκε τμήμα αρχαίας οδού και κτιστός αγωγός. Στο σύνολό του το αποσπασματικά διατηρούμενο οικοδόμημα αποτελείται από έναν ευρύ, τετραγωνιόσχημο, υπαίθριο αύλειο χώρο με βοτσαλωτό δάπεδο, στο βάθος του οποίου διαμορφώνεται ένα αίθριο και τρία παρακείμενα προς βορρά δωμάτια. Το αίθριο διέθετε στο μέσο του ρηχή πλακοστρωμένη δεξαμενή (impluvium), ενώ τη στέγη του στήριζαν τέσσερεις μαρμάρινοι αρράβδωτοι ιωνικοί κίονες, που βρίσκονταν τοποθετημένοι στις γωνίες της δεξαμενής. Στις τέσσερεις πλευρές της τελευταίας διαμορφώνονταν διάδρομοι διακοσμημένοι με πολύχρωμο ψηφιδωτό δάπεδο, που εικόνιζε αλληλοτεμνόμενους κύκλους με εγγεγραμμένα ρομβοειδή μοτίβα στο εσωτερικό τους. Σε διατηρούμενο τμήμα τοίχου του αιθρίου σώζεται διάκοσμος με γραμμικά θέματα. Όλα τα δωμάτια έφεραν ψηφιδωτά δάπεδα με ποικιλία διακοσμητικών θεμάτων: υδρόβια πτηνά περίκλειστα σε οκταγωνικά πλαίσια στον μικρό ορθογωνιόσχημο χώρο στα ανατολικά﮲ μοτίβο της μαυρόασπρης «ασπίδας» (γνωστό και ως «κώνος πεύκης») στο μικρό τετραγωνιόσχημο δωμάτιο στα δυτικά﮲ ζώνη σταυροειδών μοτίβων και δικτυωτό πλέγμα ρόμβων στον μεγαλύτερο ορθογωνιόσχημο χώρο στα βόρεια.
Εκτός από τα προαναφερθέντα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που βρέθηκαν κατά χώραν, η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως πληθώρα κινητών ευρημάτων, τα οποία αναντίρρητα ρίχνουν φως στις πτυχές της καθημερινής ζωής της περιόδου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει μεγάλος αριθμός ακέραιων και θραυσμένων αγγείων, αποτμήματα ειδωλίων και νομίσματα, που επιβεβαιώνουν τη χρονολόγηση του οικοδομήματος στους ρωμαϊκούς χρόνους.
Στο δυτικό όριο του αρχαιολογικού χώρου εντοπίστηκαν επίσης τα οικοδομικά κατάλοιπα της οικίας του γνωστού Οθωμανού τοπάρχη της Λέσβου, Ισμαήλ Πασά Κουλαξίζη, αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της νεώτερης ιστορίας της νήσου στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Ο αρχαιολογικός χώρος είναι σήμερα διαρκώς ανοιχτός και επισκέψιμος για το ευρύ κοινό.