Στην αρχαϊκή εποχή, το τμήμα της στεριάς απέναντι από τη νησίδα της πόλης της Μυτιλήνης, δυτικά της όχθης του Ευρίπου, χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα ως νεκροταφείο. Κατά τους πρώιμους χρόνους της ελληνιστικής περιόδου, οπότε και ξεκίνησε εντατικά η επέκταση της πόλης εκτός των ορίων του μικρού φυσικού οχυρού νησιού, απέκτησε αμιγώς οικιστική χρήση. Οι εύπορες κοινωνικές τάξεις εγκαταστάθηκαν νοτιανατολικά του λόφου της Αγίας Κυριακής, όπως υποδεικνύουν οι πολυτελείς επαύλεις που ήρθαν στο φως από τις σωστικές ανασκαφές με αφορμή δημόσια και ιδιωτικά έργα, μάρτυρες της οικονομικής ευρωστίας και της γενικότερης άνθησης που γνώρισε η Μυτιλήνη ιδιαίτερα κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο. Μία από αυτές είναι και η επονομαζόμενη «Οικία Μενάνδρου» που βρίσκεται στην περιοχή Χωράφα του προσφυγικού συνοικισμού, στην οδό Κριναγόρος, 500 μ. ανατολικά του αρχαίου θεάτρου της πόλης.
Η ονομασία της οικίας είναι συμβατική και οφείλεται στον μεγάλο κωμικό ποιητή της αρχαιότητας, εκπρόσωπο της Νέας Κωμωδίας, Μένανδρο (342/1 – 292/1 π.Χ.) και το έργο του, που αποτέλεσαν το βασικό θέμα του ψηφιδωτού διακόσμου των δαπέδων της. Μέρος των τελευταίων ήρθε για πρώτη φορά στο φως το 1930, ωστόσο, η οικία στο σύνολό της εντοπίστηκε και ανασκάφτηκε συστηματικά από την Αρχαιολογική Υπηρεσία μεταξύ των ετών 1961-1963 και 1973-1975. Νεώτερες έρευνες, οι οποίες συμπλήρωσαν σε μεγάλο βαθμό τα αρχαιολογικά δεδομένα, πραγματοποίησε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου μεταξύ των ετών 2010-2015, στο πλαίσιο του έργου: «Ενοποίηση των Αρχαιολογικών Χώρων της Πόλης της Μυτιλήνης» (ΕΣΠΑ 2007-2013).
Η κατοίκηση στη θέση υπήρξε συνεχής από την ύστερη κλασική/ελληνιστική εποχή έως και την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, όπως συνεχής υπήρξε και η χρήση της λιθόστρωτης οδού με προσανατολισμό Α-Δ, που βρέθηκε στο βόρειο όριο της οικίας. Από τα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται ότι η τελευταία διέθετε λιθόχτιστο οχετό και πήλινους αγωγούς, ενώ αργότερα επισκευάστηκε και απέκτησε μνημειακή κιονοστοιχία, από την οποία διατηρούνται σήμερα δύο κίονες και δύο μαρμάρινες οκταγωνικές βάσεις με ανάγλυφο φυτικό διάκοσμο.
Η «Οικία Μενάνδρου» οικοδομήθηκε έπειτα από τον 2ο αι. μ.Χ., επάνω σε προγενέστερα κατάλοιπα των ελληνιστικών χρόνων. Διακρίνονται δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις, ενώ καλύτερα διατηρούμενη είναι αυτή του β’ μισού του 3ου αι. μ.Χ., κατά την οποία έλαβε χώρα η επισκευή και επίστρωση των ψηφιδωτών της δαπέδων. Λίγο αργότερα καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τυπολογικά, συγκαταλέγεται στις υστερορωμαϊκές οικίες με κεντρική περίστυλη αυλή, γύρω από την οποία διαμορφώνονται στοές και πίσω τους πτέρυγες με δωμάτια που ανοίγονται στις τρεις από τις τέσσερεις πλευρές. Διατηρούνται τα κύρια δωμάτια της βόρειας και της δυτικής πτέρυγας, καθώς και το βορειοδυτικό τμήμα του αιθρίου. Το υπόλοιπο κτήριο καταστράφηκε τόσο από την πρώιμη βυζαντινή οικία που χτίστηκε στα νοτιοανατολικά και κατέλαβε μεγάλο μέρος της αυλής και της νοτιοανατολικής πτέρυγας, όσο και από τις οικίες του προσφυγικού συνοικισμού που οικοδομήθηκαν πολύ μετέπειτα, στις αρχές του 20ου αι., έπειτα από την απελευθέρωση της Λέσβου και τη Μικρασιατική καταστροφή.
Η κεντρική αυλή ήταν επιστρωμένη με πλάκες μαρμάρου και διέθετε τρεις κίονες σε κάθε πλευρά, οι οποίοι στέγαζαν τέσσερεις στοές. Το διατηρούμενο δάπεδο της βόρειας στοάς κοσμείται με ψηφιδωτό που εικονίζει αλληλοτεμνόμενους κύκλους με εγγεγραμμένα ρομβοειδή μοτίβα στο εσωτερικό τους και τέσσερεις μετόπες με σκηνές από γνωστά έργα του Μενάνδρου: Κυβερνῆται, Λευκαδία, Μισούμενος, Φάσμα. Συναφής είναι και ο διάκοσμος του ψηφιδωτού δαπέδου της δυτικής στοάς: στο ίδιο μοτίβο των αλληλοτεμνόμενων κύκλων ανοίγονται τρεις μετόπες μικρότερων διαστάσεων που εικονίζουν θεατρικά προσωπεία και δίπλα τους ένα επίμηκες, ορθογωνιόσχημο διάχωρο με σκηνή αλιείας στο εσωτερικό του.
Στη βόρεια πτέρυγα ανοίγονται τα «επίσημα» δωμάτια της οικίας, η λεγόμενη αίθουσα (χώρος υποδοχής και συγκεντρώσεων) στα δυτικά και το τρικλίνιο (δωμάτιο συμποσίων) στα ανατολικά, τα οποία επικοινωνούσαν με την κεντρική αυλή, αλλά και μεταξύ τους, με θυραία ανοίγματα.
Η αίθουσα κοσμείται με τετραγωνιόσχημο ψηφιδωτό δάπεδο που εικονίζει τον Ορφέα, μεγάλο μουσικό και επικό ποιητή της αρχαιότητας, η λατρεία του οποίου είχε μακραίωνη παράδοση και ιδιαίτερη σημασία στη Λέσβο. Ο Ορφεύς, ενδεδυμένος με χειριδωτό χιτώνα, κοντό πέπλο, φρυγικό σκούφο και υποδήματα, εικονίζεται καθήμενος σε βράχο να παίζει τη λύρα του σαγηνεύοντας τα ζώα και τα στοιχεία της φύσης τριγύρω του. Η μορφή του είναι τοποθετημένη στο κέντρο μέσα σε οκταγωνικό πλαίσιο, ενώ δίπλα του βρίσκονται τέσσερα ζώα (πτηνό, αλεπού, υδρόβιο πτηνό, ερπετό) και ένα δέντρο, το οποίο δε μένει ασυγκίνητο από τη μουσική, όπως υποδεικνύει η καμπύλωση του κορμού και των κλαδιών του που γέρνουν προς την πλευρά του ήρωα. Γύρω από το οκτάγωνο ανοίγονται συμμετρικά και με αστεροειδή διάταξη, ορθογώνια, τριγωνικά και ρομβοειδή πλαίσια, μέσα στα οποία εικονίζονται ζωικές μορφές, αντιπροσωπευτικές των βασικών ειδών της φύσης, και φυτικά μοτίβα. Το τετραγωνιόσχημο πλαίσιο του ψηφιδωτού αποτελείται από δύο στενές ακόσμητες ζώνες, μέσα στις οποίες παρεμβάλλεται μια τρίτη, ευρύτερη, διακοσμημένη με σειρά επάλληλων μελανών τριγώνων σε λευκό βάθος. Δίπλα από την είσοδο του δωματίου εντοπίστηκε πλινθόκτιστος βωμός και τράπεζα προσφορών με μαρμάρινη επένδυση.
Το τρικλίνιο, στο μέσο της βόρειας πτέρυγας, κοσμείται με ψηφιδωτό δάπεδο, η παράσταση του οποίου βρίσκεται σε αντίθετη διάταξη από αυτήν του Ορφέως στην αίθουσα, καθώς είναι στραμμένη προς τον βορρά, προς την πλευρά δηλαδή των ανακλίντρων των συνδαιτυμόνων. Τα τελευταία καταλάμβαναν τον πιόσχημο χώρο κατά μήκος των πλευρών του βόρειου, ανατολικού και δυτικού τοίχου του δωματίου, το δάπεδο του οποίου κοσμούνταν με γεωμετρικά μοτίβα και πιο συγκεκριμένα, με πλέγμα ρομβοειδών μοτίβων μέσα σε επιμήκη, ορθογωνιόσχημα πλαίσια. Ο κυρίως διάκοσμος του ψηφιδωτού αναπτυσσόταν στον κενό, ελεύθερο χώρο που διαμορφωνόταν σε σχήμα Τ στο κέντρο. Διακρίνονται δέκα συνολικά περίκλειστα διάχωρα που οριοθετούνται με σχοινόμορφο πλοχμό και οργανώνονται σε δύο ομάδες. Την πρώτη ομάδα συνιστούν τέσσερα διάχωρα, τοποθετημένα σε μια σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, που εικονίζουν (από αριστερά προς τα δεξιά): τον Μένανδρο σε προτομή, σκηνή με τρεις ηθοποιούς από την κωμωδία Πλόκιον, τον Σωκράτη με τους μαθητές του Σιμμία και Κέβητα, την μούσα Θάλεια σε προτομή με ράβδο και θεατρικό προσωπείο. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από έξι διάχωρα, τοποθετημένα ανά τρία σε δύο σειρές, που εικονίζουν σκηνές από γνωστές κωμωδίες του Μενάνδρου: Σαμία, Συναριστῶσαι, Ἐπιτρέποντες (στην επάνω σειρά), Θεοφορουμένη, Ἐγχειρίδιον, Μεσσηνία (στην κάτω). Στη νοτιοδυτική γωνία, δίπλα από το θυραίο άνοιγμα μεταξύ των δύο δωματίων, βρέθηκε βοθρίσκος με εκτεταμένα ίχνη καύσης που περιβαλλόταν από πήλινες πλάκες.
Επιγραφές στο επάνω μέρος των διαχώρων μας πληροφορούν για τους τίτλους, τις σκηνές των έργων και τα ονόματα των πρωταγωνιστών ηθοποιών. Οι συνθέσεις διέπονται από χαρακτηριστική συμμετρία, αρμονία και ισορροπία: οι μορφές των ηθοποιών, καθήμενες ή ιστάμενες, ιδιαίτερα εκφραστικές και συχνά έντονα κινημένες, είναι πάντοτε τρεις στον αριθμό (με μοναδική εξαίρεση τη σκηνή από το έργο της Λευκαδίας, όπου όμως και εκεί η τέταρτη μορφή αποδίδεται σε πολύ μικρότερη κλίμακα στο άκρο). Ο καλλιτέχνης των ψηφιδωτών της «Οικίας Μενάνδρου» διακρίνεται για τη μετωπική αίσθηση στη σύλληψη των σκηνών, την απλούστευση και σχηματοποίηση των μορφών του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απεικόνιση του Σωκράτους με τους μαθητές του, που ενισχύει την άποψη ότι οι πλατωνικοί διάλογοι αναπαριστάνονταν θεατρικά στους χρόνους της ύστερης αρχαιότητας.
Τα διατηρούμενα δωμάτια στη δυτική πτέρυγα της οικίας φαίνεται ότι είχαν δευτερεύοντα χαρακτήρα, όπως υποδεικνύουν οι μικρότερες διαστάσεις τους και ο απλούστερος γεωμετρικός διάκοσμος των ψηφιδωτών δαπέδων τους (περίκλειστοι ρόδακες σε ρομβοειδή και ορθογωνιόσχημα πλαίσια). Το νοτιότερο από αυτά διέθετε πηγάδι και πιθανόν ήταν ημιυπαίθριο. Ανάλογη διάρθρωση είχαν και τα δωμάτια της ανατολικής πτέρυγας, η οποία ωστόσο δε διατηρείται, καθώς καταστράφηκε στους αρχαίους χρόνους από την οικοδόμηση ενός πρώιμου βυζαντινού οικοδομήματος που κατέλαβε το νοτιοανατολικό τμήμα της οικίας: διακρίνονται τουλάχιστον οκτώ δωμάτια που εκτείνονται εκτός των ορίων του αρχαιολογικού χώρου, με εσωτερικά τοιχία που διαμορφώνουν περαιτέρω βοηθητικούς χώρους και χτιστές κατασκευές.
Η ύπαρξη του χτιστού βωμού και της τράπεζας προσφορών στην αίθουσα, αλλά και του βοθρίσκου στο τρικλίνιο, φαίνεται ότι εξυπηρετούσαν τις ανάγκες οικιακής λατρείας. Από την ιδιαίτερη θεματολογία του ψηφιδωτού διακόσμου (απεικόνιση Μενάνδρου και του έργου του ως εκφραστή της Νέας Κωμωδίας, αλλά και του Ορφέως που συνδέεται με τις τέχνες και το θέατρο), φαίνεται πιθανότερο ότι το κτίσμα υπήρξε η έδρα κάποιου σωματείου ηθοποιών αφιερωμένου στο Διόνυσο ή η έπαυλη κάποιου εύπορου πολίτη με φιλοσοφικές αναζητήσεις, καλλιτεχνικές ανησυχίες και ιδιαίτερη αγάπη για τη μουσική και το θέατρο.
Έπειτα από την εύρεση της οικίας και τη σταδιακή αποκάλυψη των διακοσμημένων δαπέδων της, ξεκίνησε μια προσπάθεια αποκόλλησης και απομάκρυνσης των ψηφιδωτών από τον αρχαιολογικό χώρο, με σκοπό τη μεταφορά τους στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης, προκειμένου να προστατευτούν και να συντηρηθούν. Οι επίπονες και μακροχρόνιες εργασίες καθαρισμού, συντήρησης και αποκατάστασης ολοκληρώθηκαν έπειτα από τη δεκαετία του 1980, ενώ επισήμως από το 1998 κι έπειτα, ο ψηφιδωτός διάκοσμος της «Οικίας Μενάνδρου» αποτελεί το βασικό έκθεμα του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης. Ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να αντικρίσει τα διατηρούμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της «Οικίας Μενάνδρου» στον διαρκώς ανοιχτό για το ευρύ κοινό αρχαιολογικό χώρο της οδού Κριναγόρος στην περιοχή του Συνοικισμού.