Στο νοτιοανατολικότερο άκρο της επικράτειας της Ερεσού, κοντά στα σύνορα με την Άντισσα και πιο συγκεκριμένα, κοντά στην είσοδο του κόλπου της Καλλονής, 4 χλμ. βορειοανατολικά των Μακάρων, βρίσκεται η περιοχή της Αποθήκας. Εκεί διατηρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της λεσβιακής υπαίθρου: ο Καλόχτιστος ή Ροδότοιχος ή Καλός Τοίχος, ένας αναλημματικός τοίχος μνημειακού χαρακτήρα, που χρονολογείται στους αρχαϊκούς χρόνους και κατασκευάστηκε με το σύστημα της λέσβιας τοιχοδομίας (λεσβίας οικοδομίας), σύμφωνα με την οικοδομική παράδοση του νησιού.
Αν και αποσπασματικά διατηρούμενος (με μέγιστο σωζόμενο μήκος 55.51 μ. και μέγιστο σωζόμενο ύψος 5.10 μ.), πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα λέσβιας τοιχοδομίας που μας παραδίδεται, σύμφωνα με την τεχνοτροπία της οποίας παρατηρείται φυσική, κι όχι απόλυτη, συναρμογή των κυρτών εδρών των λίθων, η οποία ωστόσο κατά τους μετέπειτα χρόνους γίνεται ακριβέστερη και επιτυγχάνεται με τη χρήση μολύβδινου κανόνα. Στην πρόσθια πλευρά του κάθε λίθου, η εσκεμμένα αδροδουλεμένη επιφάνεια, που πραγματοποιείται με την απολάξευση μικρών τμημάτων σε μορφή μικρών αδρών ανομοιογενών κοιλοτήτων, δημιουργεί, με την επενέργεια φωτοσκιάσεων, ένα εξαίρετο αισθητικά αποτέλεσμα.
Ο επιβλητικός αναλημματικός τοίχος είχε προσανατολισμό ΒΑ-ΝΔ και κατασκευάστηκε για να συγκρατήσει την επίχωση ενός πλατώματος, συνολικού πλάτους 42 μ., πάνω στο οποίο εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα μνημειακού χαρακτήρα, τα οποία, κατά τον γερμανό αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Robert Johann Koldewey (1855-1925) ανήκαν σε ιερό των αρχαϊκών χρόνων. Μία ράμπα, πλάτους 9 μ., εξυπηρετούσε την πρόσβαση στο μεγάλο πλάτωμα, που υποδιαιρούνταν σε δύο μέρη: το νοτιοδυτικό και το βορειοανατολικό. Από το σύνθετο κτηριακό συγκρότημα του ιερού, διατηρούνται αποσπασματικά τα κατώτερα τμήματα των τοίχων (κατωδομή), κατασκευασμένων από αργούς λίθους και πηλό. Το ιδιόμορφο κτηριακό συγκρότημα ήταν στο σύνολό του τετραγωνιόσχημο, με συνολικές διαστάσεις 41 x 45.5 μ., και αποτελούνταν από τέσσερεις διαδοχικούς, ανισομεγέθεις, ορθογωνιόσχημους χώρους: πρόδομο (πλάτους 15 μ.), κυρίως χώρο (πλάτους 21.5 μ.), και δύο δευτερεύοντες (βοηθητικούς) χώρους στο οπίσθιο τμήμα του, με σχεδόν κατά το ήμισυ μικρότερες διαστάσεις. Η χρήση, ωστόσο, των χώρων δε μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, καθώς τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δεν έχουν, μέχρι σήμερα, μελετηθεί συστηματικά, ενώ παράλληλα καμία επιγραφική μαρτυρία ή αναφορά στις αρχαίες πηγές δε μας σώζεται που θα βοηθούσε στη βέβαιη ταύτιση του χώρου. Ο μνημειακός, ωστόσο, χαρακτήρας του τοίχου, οι εμφανείς ομοιότητες με άλλους αντίστοιχους αναλημματικούς τοίχους ιερών, όπως το Ἰσχέγαον στο Δελφικό ιερό του Απόλλωνος, το μεγάλης κλίμακας πλάτωμα και τα εκτεταμένα κτηριακά κατάλοιπα, καθιστούν την υπόθεση του Koldewey και συνεπώς την ερμηνεία του χώρου ως ιερό ιδιαίτερα πειστική.
Από τα επιφανειακά ευρήματα που βρέθηκαν στον χώρο, τα κυριότερα είναι όστρακα ερυθροβαφούς και μελαμβαφούς κεραμικής, καθώς και αποτμήματα κεράμων, ένα μάλιστα μελαμβαφές, που χρονολογούνται στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους μαρτυρώντας έτσι τη συνέχιση της λατρείας κατά τους μετέπειτα χρόνους και τη μεγάλη διάρκεια ζωής του ιερού στον χρόνο. Στην ίδια πλαγιά του βουνού, διατηρούνται κατάλοιπα άλλων αναλημματικών και πιθανόν αμυντικών τοίχων, αποσπασματικά διατηρούμενα θεμέλια κατοικιών και κατωδομή πύργου χτισμένου με το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας, ισχυρές ενδείξεις που παραπέμπουν σε ένα άλλοτε σημαντικό επίνειο της περιοχής, που διέθετε σημαντική αμυντική οργάνωση και μετέπειτα πιθανόν οικιστική εγκατάσταση.
Σήμερα, στα δυτικά του πλατώματος, δεσπόζει μια μικρή εκκλησία της Παναγιάς, οθωμανικής εποχής, με εντοιχισμένο προγενέστερο χρονολογικά οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση. Μελλοντικές έρευνες στον χώρο, στο πλαίσιο ενδεχομένως μιας συστηματικής ανασκαφής, θα ρίξουν σίγουρα περισσότερο φως στην κατανόηση του μνημείου, αλλά και του ευρύτερου χώρου του σημαντικού αυτού ιερού της Λέσβου των αρχαϊκών χρόνων.