Το ιερό της Κυβέλης συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πρωιμότερα, αλλά και σημαντικότερα ιερά της αρχαίας πόλης της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στη σημερινή περιοχή της Επάνω Σκάλας και πιο συγκεκριμένα, στην οδό Μεραρχίας Αρχιπελάγους, στο οικόπεδο ιδιοκτησίας πρώην Ασύλου Ανιάτων. Στους αρχαίους χρόνους, η θέση του ιερού αντιστοιχούσε στο βορειοδυτικό παράκτιο τμήμα της πόλης, η οποία, κατά την αρχαϊκή και πρώιμη κλασική εποχή, είχε τη μορφή μικρής νησίδας, οριοθετούμενης από την αντικρινή στεριά με τον Εύριπο, έναν φυσικό πορθμό που συνέδεε τα δύο λιμάνια της. Πιο συγκεκριμένα, το ιερό της Κυβέλης θα πρέπει να το φανταστούμε ιδρυμένο κοντά στην ανατολική όχθη του Ευρίπου, νοτίως του βόρειου εμπορικού λιμένα της Μυτιλήνης και ανατολικά της αρχαϊκής νεκροπόλεως.
Ο χώρος του ιερού ήρθε στο φως για πρώτη φορά μεταξύ 1972-1973, κατά τη διάρκεια τεχνικών και εκσκαφικών εργασιών, που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της οικοδομικής επέκτασης του τότε Ασύλου Ανιάτων Μυτιλήνης. Έπειτα από τον εντοπισμό της θέσης, οι πρώτες σωστικές ανασκαφές, που διεξήχθησαν από την τότε Εφορεία Αρχαιοτήτων προκειμένου να αποκαλυφθεί το ιερό στο μέτρο του δυνατού, διήρκησαν έως και το 1978. Έκτοτε, νεώτερες ανασκαφικές εργασίες διενεργήθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2015, στο πλαίσιο του έργου: «Ενοποίηση των Αρχαιολογικών Χώρων της Πόλης της Μυτιλήνης» (ΕΣΠΑ 2007-2013), που ως στόχο είχε την ανάδειξη του ιερού και άλλων αρχαιολογικών χώρων της πόλης.
Από την αρχαιολογική έρευνα όλων των ετών συγκεντρωτικά, αποκαλύφθηκαν στον χώρο εκτεταμένα αρχιτεκτονικά λείψανα, αλλά και πληθώρα κινητών ευρημάτων, που στο σύνολό τους καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό πλαίσιο, ξεκινώντας από τη γεωμετρική εποχή και φθάνοντας έως και τους χρόνους της ύστερης αρχαιότητας και της τουρκοκρατίας.
Τοίχοι, θεμέλια, τμήματα από την ανωδομή κτηρίων, πλακόστρωτα δάπεδα, αγωγοί, φρέατα είναι μερικά από τα σημαντικότερα ευρήματα της κατηγορίας που εντοπίστηκαν in situ (κατά χώραν).
Στο σύνολο διακρίνονται τρία καμπυλόγραμμα κτήρια, εκ των οποίων μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ανατολικότερο ελλειψοειδές, που ανάγεται χρονολογικά τουλάχιστον στον 7ο αι. π.Χ. Παρά την αποσπασματική διατήρησή του, είναι έκδηλος ο μνημειακός χαρακτήρας του, που αντικατοπτρίζεται τόσο στις διαστάσεις του (13,4 x 5,7 μ.), όσο και στα επιμελημένα αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Σήμερα διατηρείται καλύτερα η αρχαϊκή του φάση, που τοποθετείται χρονολογικά στην καμπή του 7ου προς τον 6ο αι. π.Χ. Πρόκειται για ένα επίμηκες λατρευτικό οικοδόμημα, προσανατολισμένο στον άξονα Β-Ν, με δύο αψίδες στις στενές του πλευρές. Σώζεται ολόκληρη η βόρεια αψίδα και ο ανατολικός του τοίχος. Μεγάλο μέρος του δυτικού τοίχου και μικρότερο της νότιας αψίδας δεν διατηρούνται, καθώς καταστράφηκαν από την οικοδόμηση υστερότερων κτηρίων της ρωμαϊκής περιόδου. Μάλιστα μέσα σε έναν από τους τοίχους των υστερότερων κτηρίων βρέθηκε σε δεύτερη χρήση, εντοιχισμένο ως οικοδομικό υλικό, ένα αγαλμάτιο που εικονίζει τη θεά Κυβέλη, η ανακάλυψη του οποίου υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την ταύτιση του ιερού. Η βόρεια αψίδα χωρίζεται εσωτερικά με μικρότερου πάχους εγκάρσιο τοίχο, ο οποίος διέθετε θυραίο άνοιγμα στο ανατολικό του άκρο για την πρόσβαση στον απομονωμένο, τοξωτό χώρο που διαμορφωνόταν στην βόρεια απόληξη του κτηρίου. Πιθανότατα την ίδια διάθρωση και μορφή διέθετε και η νότια αψιδωτή απόληξη. Η κύρια είσοδος βρισκόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα του οικοδομήματος και πιο συγκεκριμένα, στο νότιο κατεστραμμένο άκρο του ανατολικού τοίχου, εκεί δηλαδή όπου «πάτησε» ο προαναφερθείς ρωμαϊκός τοίχος. Ένα απότμημα βάσης ή κατώτερου τμήματος κίονος από επιχώριο ροδόχρου τραχείτη, που βρέθηκε λίγο νοτιότερα της εισόδου, αποτελεί ίσως ένδειξη για την ύπαρξη κιονοστοιχίας στη νότια απόληξη του λατρευτικού κτηρίου. Διακρίνονται δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις, όπως τεκμαίρεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα και τα διαφορετικά συστήματα δόμησης (έμπλεκτον και λέσβιο) που χρησιμοποιήθηκαν στην τοιχοδομία του, με αρχαιότερη φάση αυτή του έμπλεκτου συστήματος δόμησης που διακρίνεται στη βόρεια αψίδα και τον δυτικό τοίχο, και υστερότερη αυτή της λεσβίας οικοδομής που χρησιμοποιήθηκε για την επισκευή του ανατολικού τοίχου στους αρχαϊκούς χρόνους. Πιθανώς η ανωδομή του κτηρίου ήταν πήλινη, κατασκευασμένη από ορθογώνιες, επιμήκεις, «λυδίου»/ανατολικού τύπου, ωμές πλίνθους, ενώ η στέγη του ξύλινη, δίρριχτη και «σκουφωτή» στις δυο αψίδες του, με προεξέχοντα γείσα για την προστασία της πήλινης (φθαρτής) ανωδομής του. Ενδεχομένως διέθετε περαιτέρω ενίσχυση με χόρτα και επίχρισμα αργίλου για μόνωση. Το δάπεδο ήταν κατασκευασμένο από λατύπη ιώδους τραχείτη. Κτιστή κατασκευή στο βορειοδυτικό τμήμα του οικοδομήματος αποτελεί ίσως ένδειξη για την ύπαρξη εστίας. Τα πυκνά ίχνη καύσης στο στρώμα καταστροφής που εντοπίστηκε κατά τις ανασκαφικές εργασίες, υποδεικνύουν την εκτεταμένη καταστροφή του ιερού και του κτηρίου από πυρκαγιά, που έλαβε χώρα στην καμπή του 6ου προς τον 5ο αι. π.Χ., πιθανόν κατά την επιδρομή των Περσών στη Λέσβο, για τα ιστορικά συμφραζόμενα της οποίας μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος (Ἱστορίαι 6.31.1-2).
Το ελλειψοειδές κτήριο του ιερού εντάσσεται στην ομάδα των αψιδωτών και ελλειψοειδών κτηρίων των πρώιμων ιστορικών χρόνων που αποκτούν μνημειακότερη μορφή στους υστερογεωμετρικούς και πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους, όπως τεκμαίρεται ανασκαφικά και από άλλα παραδείγματα καμπυλόγραμμων κτηρίων, τόσο από τον ηπειρωτικό και νησιωτικό ελλαδικό χώρο, όσο και από την ευρύτερη περιοχή του βορειοανατολικού Αιγαίου και των Μικρασιατικών ακτών. Στη Λέσβο αποκαλύφθηκαν καμπυλόγραμμα κτήρια στις τέσσερις από τις συνολικά πέντε σημαντικές πόλεις του νησιού: την Άντισσα, τη Μυτιλήνη, τη Μήθυμνα και την Πύρρα. Πιο συγκεκριμένα, στη Μυτιλήνη –εκτός από το ιερό της Κυβέλης– καμπυλόγραμμα κτήρια εντοπίστηκαν στο ιερό του Μαλόεντος Απόλλωνος και πλησίον του νότιου τριηρικού λιμένα της πόλης. Από τη συνολική συγκριτική μελέτη των καμπυλόγραμμων κτηρίων, φαίνεται ότι το λατρευτικό οικοδόμημα του ιερού της Κυβέλης παρουσιάζει κοινές αναλογίες, αλλά και εμφανείς τεχνοτροπικές και τυπολογικές ομοιότητες με το ελλειψοειδές κτήριο της αρχαίας Άντισσας.
Ανατολικότερα του ελλειψοειδούς κτηρίου, σε διαγώνια σχέση με αυτό, αποκαλύφθηκε μεγάλο τμήμα αναλημματικού τοίχου (ή περιβόλου), ο οποίος κατασκευάστηκε την ίδια εποχή με το λατρευτικό ελλειψοειδές οικοδόμημα (αρχαϊκοί χρόνοι). Πρόκειται για μια επιμελημένη και ιδιαίτερα επιβλητική κατασκευή, αντιπροσωπευτική της επιχώριας αρχαίας τοιχοδομίας της νήσου (λεσβίας οικοδομής), το σωζόμενο ύψος της οποίας ανέρχεται στα 2 μ.
Δυτικά της βόρειας αψίδας του ελλειψοειδούς κτηρίου, εντοπίστηκαν τα αρχιτεκτονικά λείψανα δύο ακόμη σύγχρονων οικοδομημάτων (της αρχαϊκής εποχής), ενός καμπυλόγραμμου(;) και ενός ορθογωνιόσχημου. Σημειωτέον ότι από τη διερεύνηση του υστερότερου χρονολογικά κλασικού στρώματος φαίνεται ότι η οικοδομική δραστηριότητα την περίοδο αυτή ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη, μια ένδειξη που παραπέμπει σε πιθανή εγκατάλειψη και επίχωση του χώρου σε κάποια φάση στη διάρκεια των κλασικών χρόνων. Αυτό άλλωστε δικαιολογεί το γεγονός ότι τα πρωιμότερα κτήρια των αρχαϊκών χρόνων διασώθηκαν καλύτερα. Από την ελληνιστική φάση του ιερού, τα περισσότερα ευρήματα είναι κινητά (κεραμική).
Στον χώρο δεσπόζουν οι τοίχοι οικοδομημάτων της ρωμαϊκής εποχής που βρέθηκαν στα ανώτερα στρώματα, από διαφορετικές μάλιστα οικοδομικές φάσεις της ίδιας περιόδου, ενώ φαίνεται, πιο συγκεκριμένα, ότι οι τοίχοι που κάλυψαν και κατέστρεψαν το ελλειψοειδές οικοδόμημα του ιερού ανάγονται χρονολογικά στον 3ο αι. μ.Χ. Στο δυτικό άκρο του χώρου, αποκαλύφθηκε ένα στωικό οικοδόμημα που έλαβε την τελική του μορφή στον 4ο – 5ο αι. μ.Χ. και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: αποτελείται από δύο παράλληλους χώρους, έναν επιμήκη, στωικό, πλακοστρωμένο χώρο με μαρμάρινο στυλοβάτη στην ανοιχτή ανατολική του πλευρά και, πίσω από αυτόν, ένα εσωτερικό, επίμηκες, πλακοστρωμένο δωμάτιο με θυραίο άνοιγμα, που εξυπηρετούσε την μεταξύ τους επικοινωνία.
Γενικότερα φαίνεται ότι η συνεχής χρήση του χώρου του ιερού ανά τους αιώνες (έως και την ύστερη αρχαιότητα) και η έντονη οικοδομική δραστηριότητα, ιδιαίτερα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, συνετέλεσε στην καταστροφή των προγενέστερων αρχιτεκτονικών λειψάνων και στη διαταραχή της στρωματογραφίας, η οποία λήφθηκε υπ’ όψιν και μελετήθηκε στο μέτρο του δυνατού.
Από τα κινητά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν ξεχωρίζει το αγαλμάτιο της Κυβέλης (530-500 π.Χ.), που βρέθηκε σε δεύτερη χρήση –εντοιχισμένο ως οικοδομικό υλικό σε παρακείμενο τοίχο κτηρίου των ρωμαϊκών χρόνων– και αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την ταύτιση του ιερού. Είναι κατασκευασμένο από επιχώριο ηφαιστειογενούς σύστασης λίθο και διατηρείται αποσπασματικά. Σώζεται ακέφαλο, ενώ η «επιδερμίδα» του φέρει πολλαπλές κακώσεις και αποκρούσεις. Εικονίζει τη θεά Κυβέλη, καθήμενη/ένθρονη, σχεδόν μετωπική, με μικρό λιοντάρι στην «ποδιά» της. Ένας τετραγωνιόσχημος τόρμος στην κάτω επιφάνειά του, υποδεικνύει ότι το αγαλμάτιο ήταν αρχικά στερεωμένο σε πεσσό ή κίονα, ή εντοιχισμένο και στερεωμένο σε κόγχη.
Στην επίχωση της ρωμαϊκής περιόδου, εντοπίστηκε μικρής κλίμακας μαρμάρινη κεφαλή Διονύσου(;) του 2ου αι. μ.Χ., ενώ από τα πήλινα ειδώλια που βρέθηκαν στον χώρο, ξεχωρίζει το ειδώλιο της θεότητας ή ικέτιδας του 7ου αι. π.Χ., με τον σχεδόν κυλινδρικό κορμό και το πτηνόμορφο πρόσωπο, καθώς και δύο ειδώλια καθήμενων, ιερών και σεβάσμιων, γυναικείων μορφών. Η διατήρηση των ειδωλίων που χρονολογούνται στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια είναι ιδιαίτερα αποσπασματική: σώζονται, ως επί το πλείστον, κεφαλές και θραύσματα μελών.
Πληθώρα οστράκων και αγγείων ήρθε στο φως από τις επιχώσεις όλων των χρονολογικών περιόδων. Χαρακτηριστική είναι η επιχώρια γκρίζα αιολική κεραμική, αλλά και τα θραυσμένα αγγεία που βρέθηκαν κατά χώραν στο εσωτερικό του ελλειψοειδούς κτηρίου, μπροστά από την κύρια είσοδό του, μαζί με αποτμήματα από πήλινες τράπεζες προσφορών με έντονα ίχνη καύσης. Κάνθαροι, κύπελλα, πρόχοι, κρατήρες, σκύφοι, κύλικες, κοτύλες, λεκάνες, πινάκια, λυχνάρια είναι μερικά από τα σχήματα των αγγείων που αποκαλύφθηκαν, ενώ ξεχωρίζουν όστρακα πυξίδων και κέρνων, όστρακα εισηγμένων αττικών ερυθρόμορφων και μελαμβαφών αγγείων, όστρακα αγγείων ιωνικών, κορινθιακών, χιώτικων, μιλησιακών εργαστηρίων. Σημαντικά ευρήματα της κατηγορίας αποτελούν δύο μελαμβαφή όστρακα αγγείων, που διατηρούν εγχάρακτη επιγραφή: ΑΠΟΛΛ[…] και ΗΡΑ[…], αντιστοίχως, ένα απότμημα αττικού μελανόμορφου αγγείου με παράσταση γαμήλιας πομπής Διός-Ήρας ή Διονύσου-Αριάδνης, καθώς και άλλα θραύσματα αγγείων με μυθολογικές παραστάσεις (Ηρακλής κα Αμαζόνες, Άρτεμις και Ακταίων).
Στους άφθονους καρπούς που απέδωσε η αρχαιολογική έρευνα συγκαταλέγονται χάλκινα νομίσματα από τη Μυτιλήνη των 2ου και 1ου αι. π.Χ. και άλλα υστερότερα του 5ου και 6ου αι. μ.Χ., μαρμάρινα αποτμήματα βάσεων περιρραντηρίων, πήλινες αγνύθες, χάλκινα κομβία, οστέινες βελόνες, κοσμήματα, οστά ζώων, θαλασσινά όστρεα και άλλα κινητά ευρήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων επιβεβαιώνουν τον λατρευτικό χαρακτήρα του χώρου.
Το ιερό της Κυβέλης στη Μυτιλήνη αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα ιερά της θεάς στον ελλαδικό χώρο και μαρτυρεί την εξέχουσα σημασία της λατρείας της μητέρας θεάς στο βορειοανατολικό Αιγαίο ήδη από τους γεωμετρικούς χρόνους. Η θέση του πολύ κοντά στα τείχη της πόλης, απέναντι από το αρχαϊκό νεκροταφείο, σίγουρα δεν ήταν τυχαία και υποδεικνύει την κύρια ιδιότητα της θεάς ως προστάτιδας της πόλης και τη χθόνια υπόστασή της. Αποτελεί τον μοναδικό επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο της κατηγορίας του, που αντιπροσωπεύει την αρχαϊκή φάση της αρχαίας πόλης της Μυτιλήνης και είναι σήμερα διαρκώς ανοιχτό για το ευρύ κοινό.