Το ιερό του Μαλόεντος Απόλλωνος υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα ιερά της αρχαίας πόλης της Μυτιλήνης, αλλά και της νήσου Λέσβου γενικότερα. Βρίσκεται στη σημερινή περιοχή της Επάνω Σκάλας της Μυτιλήνης, στη συμβολή των οδών Λόγγου και Λορέντζου Μαβίλη, νοτίως του βόρειου (άλλοτε εμπορικού) λιμένα της πόλης και της αρχαίας αγοράς της.
Συχνές είναι οι αναφορές στο ιερό του Μαλόεντος Απόλλωνος στις γραπτές πηγές: ο Θουκυδίδης (Ἱστορίαι 3.3.3-5), στο πλαίσιο της εξιστόρησης των γεγονότων του Πελοποννησιακού Πολέμου και της αποστασίας των Μυτιληναίων, μας πληροφορεί ότι το ιερό του θεού βρισκόταν εκτός της πόλης, η οποία κατά τους αρχαϊκούς και πρώιμους κλασικούς χρόνους είχε τη μορφή μικρού νησιού. Ο Αριστοτέλης (Περὶ Σημείων: Ἀνέμων θέσεις καὶ προσηγορίαι 973, α.9-11, β.2) αναφέρεται στον βόρειο εμπορικό λιμένα της Μυτιλήνης με το επίθετο ‘Μαλόεντα’, προφανώς από το αντίστοιχο προσωνύμιο του θεού και το ομώνυμο ιερό του στην ίδια περιοχή.
Η ετοιμολογία του επιθέτου ‘Μαλόεις’ μας είναι άγνωστη. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι σχετίζεται με λατρείες του θεού από τον ηπειρωτικό Ελλαδικό χώρο, ωστόσο, στην έρευνα δεν υπάρχει ομοφωνία για το ζήτημα.
Η θέση ταυτίστηκε για πρώτη φορά έπειτα από την αποκάλυψη των πρώτων ευρημάτων στον χώρο από την Κ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στο πλαίσιο των εκσκαφικών και τεχνικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1986 και 1987 για τη θεμελίωση κτηρίου. Οι σωστικές ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1993 και συστηματικότερα μεταξύ 2010-2015, στο πλαίσιο του έργου: «Ενοποίηση των Αρχαιολογικών Χώρων της Πόλης της Μυτιλήνης» (ΕΣΠΑ 2007-2013), με στόχο την ανάδειξη του ιερού και άλλων αρχαιολογικών χώρων.
Από την ανασκαφική έρευνα όλων των ετών, συγκεντρωτικά, ήρθαν στο φως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και πληθώρα κινητών ευρημάτων, τα οποία χρονολογούνται από τον 10ο αι. π.Χ. έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, υποδεικνύοντας την ιδιαίτερα μεγάλη διάρκεια χρήσης του χώρου, καθώς και τη σημαντικότητά του.
Πιο συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε τμήμα από τη θεμελίωση κρηπιδώματος οικοδομήματος μνημειακών διαστάσεων της ελληνιστικής εποχής, κατασκευασμένο από ηφαιστειακής σύστασης επιχώριο ροδόχρου λίθο με το ισόδομο σύστημα (σώζονται πέντε δόμοι), οι μέγιστες διαστάσεις του οποίου ανέρχονται σε 12,50 μήκος και 5,70 πλάτος. Ο προσανατολισμός του λατρευτικού οικοδομήματος φαίνεται ότι βρίσκεται στον άξονα Β-Ν, με την είσοδό του προς βορρά, στοιχείο που ενισχύει ακόμη περισσότερο τη συσχέτισή του με τον Απόλλωνα, καθώς συναντάται συχνά σε ναούς του θεού στον ηπειρωτικό Ελλαδικό χώρο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες της Φιγαλείας.
Στον παρακείμενο προς βορρά χώρο εντοπίστηκαν θεμελιωμένα στον φυσικό βράχο, πρωιμότερα λείψανα από την κατωδομή ενός καμπυλόγραμμου κτηρίου και βορειότερα, σε σχεδόν εγκάρσια σχέση, τα κατάλοιπα πιθανόν ενός δεύτερου(;) ή κάποιου τοίχου, εν είδει περιβόλου, κατασκευασμένα και στις δύο περιπτώσεις με αργολιθοδομή. Το πρώτο (νοτιότερο) από τα καμπυλόγραμμα κτήρια έχει προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ, με την αψίδα του άλλοτε στα ΝΑ. Το δεύτερο (βορειότερο) ή ο τοίχος/περίβολος βρίσκεται στο άξονα Α-Δ και είναι κατασκευασμένος με αργούς λίθους μεγαλύτερων διαστάσεων. Και οι δύο κατασκευές χρονολογούνται στους γεωμετρικούς χρόνους (9ος – 8ος αι. π.Χ.).
Στο σημείο ένωσης του περιβόλου και του νότιου καμπυλόγραμμου κτηρίου εντοπίστηκαν στον φυσικό βράχο κοιλώματα/βαθύνσεις και κτιστές θήκες που περιείχαν αγγεία: έναν πρωτογεωμετρικό αμφορέα του 10ου – 9ου αι. π.Χ., με τον χαρακτηριστικό διάκοσμο της περιόδου (επάλληλα αλληλοτεμνόμενα ομόκεντρα ημικύκλια και οριζόντιες μελανές πλατιές και στενές ταινίες, εν είδει ζωνών, σε σώμα και λαιμό), τρία χαρακτηριστικά αγγεία γκριζόχρωμης αιολικής κεραμικής των αρχαϊκών χρόνων και άλλα πέντε αποσπασματικά διατηρούμενα αγγεία της ίδιας εποχής.
Ανάμεσα από το θεμέλιο του ναού και το ελλειψοειδές κτήριο (αλλά και πάνω από το τελευταίο), βρέθηκε αποθέτης αποτελούμενος από επάλληλες στρώσεις άμμου, χαλικιών, οστράκων, καμένων ζωικών οστών και άλλων κινητών ευρημάτων (λυχνάρια, αγνύθες, ειδώλια διαφόρων τύπων και νομίσματα) των αρχαϊκών, κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, ενώ μια προσπάθεια εξυγίανσης του ευρύτερου χώρου φαίνεται ότι έλαβε χώρα κατά τον 2ο αι. μ.Χ. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν όστρακα αττικών μελανόμορφων αγγείων, θραύσματα ερυθρόμορφων αγγείων του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., καθώς και αποτμήματα από αγγεία terra sigilata της αυτοκρατορικής περιόδου.
Βορειότερα από το αψιδωτό κτήριο, εντοπίστηκε φρέαρ εντός λιθόκτιστου περιβόλου, με ευρήματα ύστερων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, όπως μόνωτα και δίωτα ακέραια κύπελλα, τμήματα πρόχων, αμφορείς, κάδοι, λεκάνες, μία όλπη, όστρακα χρηστικών αγγείων διαφόρων κατηγοριών, θραύσματα γυάλινων αγγείων, αποτμήματα ελληνιστικών και ρωμαϊκών ειδωλίων, δύο νομίσματα, μικρά αποτμήματα αρχιτεκτονικών μελών, ζωικά οστά, εκ των οποίων ορισμένα καμένα.
Από το συνδυασμό των γραπτών πηγών και των αρχαιολογικών δεδομένων φαίνεται ότι το ιερό του Μαλόεντος Απόλλωνος συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα ιερά της αρχαίας Μυτιλήνης, με διάρκεια χρήσης του χώρου για τουλάχιστον 12 αιώνες. Βρισκόταν στην καρδιά της ελληνιστικής Μυτιλήνης, σε μια κατεξοχήν εμπορική ζώνη, καθώς φαίνεται ότι κατείχε το νότιο όριο της αρχαίας αγοράς της. Kατά τους αρχαϊκούς χρόνους, αλλά και πολύ μετέπειτα στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, η ευρύτερη περιοχή της Επάνω Σκάλας χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα ως νεκροταφείο. Έπειτα από την απελευθέρωση της Λέσβου και τη Μικρασιατική καταστροφή, στην ίδια περιοχή ιδρύεται ο πρώτος προσφυγικός οικισμός και η ομώνυμη αγορά του.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του βεβαιωμένου καμπυλόγραμμου κτηρίου, που σε συνδυασμό με τα κινητά ευρήματα στον παρακείμενο χώρο μαρτυρούν την πανάρχαια λατρεία του Μαλόεντος Απόλλωνος ήδη από τον 10 αι., αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του θεμελίου του ελληνιστικού ναού του θεού, δυστυχώς δεν είναι ορατά στις μέρες μας. Ωστόσο, έπειτα από τις εργασίες ανάδειξης που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2010-2015, στο πλαίσιο του έργου της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Μυτιλήνης (ΕΣΠΑ 2007-2013), ο σημερινός επισκέπτης είναι σε θέση να αντικρίσει ένα μέρος από το θεμέλιο του, άλλοτε μνημειακών διαστάσεων, ελληνιστικού λατρευτικού οικοδομήματος του θεού, αλλά και να περιηγηθεί στον ευρύτερο ενοποιημένο αρχαιολογικό χώρο και στα πιο αντιπροσωπευτικά μνημεία της αρχαίας πόλης της Μυτιλήνης.