Στην κορυφή ενός κατάφυτου σήμερα από ελιές υψιπέδου, βόρεια της Καλλονής, δυτικά της Αγίας Παρασκευής, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Κλοπεδής, όπου ήταν άλλοτε χτισμένο το αρχαϊκό αιολικό ιερό του Ναπαίου Απόλλωνος, η λατρεία του οποίου στη Λέσβο μας είναι γνωστή και από τις γραπτές πηγές (Στράβων, Γεωγραφικά, 9.4.5, Macrobius, Saturnalia, I.17.45, Στέφανος ο Βυζάντιος, Εθνικά, λ. Νάπη, Σχόλ. Ἀριστοφάνους, Νεφέλαι, 144). Στους αρχαίους χρόνους, η θέση ανήκε αρχικά στην Αρίσβη και μετέπειτα στη Μήθυμνα, έπειτα από την υποταγή και την προσάρτησή της στην τελευταία. Η αρχαϊκή φάση του ιερού στον 6ο αι. π.Χ. –οπότε και αποκτά μνημειακή μορφή, με την ανέγερση των δύο μεγαλόπρεπων ναών αιολικού ρυθμού– θα πρέπει αδιαμφισβήτητα να συσχετιστεί με τη δύναμη και υπεροχή της αρχαίας Μήθυμνας, της δεύτερης ισχυρότερης πόλης της Λέσβου, μετά από τη Μυτιλήνη.
Στο τέλος του 19ου αιώνα, ο γερμανός αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος, Robert Johann Koldewey (1855-1925), είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στο σημερινό χωριό της Νάπης και πιο συγκεκριμένα, στο ξωκλήσι του Ταξιάρχη, όπου βρίσκονταν τοποθετημένα πέντε αιολικά κιονόκρανα κι άλλα εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, συσχετίζοντας έτσι τη συγκεκριμένη θέση με το ιερό του Ναπαίου Απόλλωνος. Εκεί την αναζήτησε αρχικά, το 1919, και ο αρχαιολόγος και τότε Έφορος Αρχαιοτήτων, Δημήτριος Ευαγγελίδης (1886-1959), χωρίς όμως τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το 1924, ωστόσο, κατόπιν υπόδειξης του αρχαιόφιλου ιατρού από τη Λέσβο, Ορέστη Κυπριανού, ο Ευαγγελίδης διενήργησε τις πρώτες ανασκαφές στη θέση Κλοπεδή, υπό την αιγίδα της ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρίας, οι οποίες διήρκησαν έως και το 1928. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε επιτυχώς στο φως τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δύο αρχαϊκών ναών, των επονομαζόμενων Ναών Α και Β, μοναδικών βεβαιωμένων δειγμάτων ναών αιολικού ρυθμού στον ελλαδικό χώρο. Στους μετέπειτα χρόνους, το μνημείο παρέμεινε απροστάτευτο και υπέστη σημαντικές φθορές, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και μετέπειτα, εξαιτίας της άροσης του εδάφους ως καλλιεργήσιμη έκταση, η οποία είχε παραχωρηθεί από την εκκλησία σε ακτήμονες. Την ήδη κακή κατάσταση διατήρησής του επιδείνωσε σε μεγάλο βαθμό και η εκτεταμένη λιθοθηρία στην περιοχή γι’ αυτό και στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, ο αρχαιολογικός χώρος περιφράχθηκε με σκοπό να προστατευτεί. Το 1972 τα διάσπαρτα στον χώρο και, σε πολλές περιπτώσεις, σε δεύτερη χρήση αρχιτεκτονικά σπαράγματα των ναών εντοπίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή και περισυλλέχθησαν από τους παρακείμενους αγρούς και χωραφότοιχους. Την ίδια περίοδο σύντομη ανασκαφική έρευνα στα ανατολικά του Ναού Β έφερε στο φως υλικά κατάλοιπα πρωιμότερων οικοδομικών φάσεων της γεωμετρικής περιόδου. Μεταξύ 1992-1993 πραγματοποιήθηκε από την Κ’ ΕΠΚΑ νέα ανασκαφή στον χώρο: ολοκληρώθηκε η έρευνα στον Ναό Β και παράλληλα έγιναν οι πρώτες εργασίες συντήρησης των ευρημάτων. Αποφασιστικής σημασίας για το ιερό υπήρξαν οι εργασίες προστασίας, διαμόρφωσης και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Κλοπεδής, που έλαβαν χώρα μεταξύ 2010 και 2014.
Η ανασκαφική έρευνα στον χώρο έδειξε ότι το ιερό ιδρύθηκε τον 8ο αι. π.Χ. πάνω στα κατάλοιπα πρωιμότερης φάσης του τέλους της 2ης χιλιετίας (ύστερης εποχής του Χαλκού). Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκαν αποσπασματικά διατηρούμενοι ορθογωνιόσχημοι χώροι, θεμελιωμένοι στον φυσικό βράχο με πλακόστρωτα δάπεδα και πηγάδια, καθώς και χειροποίητη (χύτρες, πίθοι) και τροχήλατη (κύπελλα, πρόχοι, φιάλες) κεραμική, που μαρτυρεί τόσο τις στενές σχέσεις των κατοίκων με την Τροία, όσο και τη συνέχιση της παράδοσης των τροχήλατων αγγείων των μυκηναϊκών χρόνων, όπως μας είναι γνωστή από τη Θερμή και από τις Χαλατσές στον κόλπο της Γέρας. Ιδιαίτερης σημασίας, ωστόσο, είναι μια αποσπασματικά διατηρούμενη πήλινη κεφαλή ειδώλου, ύψους 17 εκ., που εικονίζει γυναικεία μορφή και προφανώς υποδεικνύει τις απαρχές της λατρείας στον χώρο του ιερού ήδη από το τέλος της 2ης χιλιετίας, πιθανώς σε μία θεότητα της βλάστησης και της γονιμότητας. Η μορφή φέρει πόλο, τα φρύδια της είναι τοξωτά, οι στρογγυλοί οφθαλμοί της ιδιαίτερα έξεργοι, το στόμα της μικρό και στενό (αποδίδεται με βαθιά οριζόντια χάραξη). Στα τεχνοτροπικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά του έργου είναι εμφανής η παράδοση της μυκηναϊκής ειδωλοπλαστικής της περιόδου.
Τα ευρήματα των γεωμετρικών χρόνων (8ος αι. π.Χ.), που αποκαλύφθηκαν στα βόρεια του Ναού Β και κάτω από τον πρόναο του Ναού Α, ταυτίζονται με την ανέγερση ενός καμπυλόγραμμου λατρευτικού οικοδομήματος, το οποίο στεγάζει το προγενέστερο λατρευτικό είδωλο της θεάς που προαναφέρθηκε. Πρόκειται για ένα διμερές ελλειψοειδές κτήριο, διαστάσεων 13,50 x 8,50 μ., με προσανατολισμό Α-Δ και είσοδο στα δυτικά, όπου βρέθηκε κεντρικό θυραίο άνοιγμα με λιθόκτιστο κατώφλι. Το κτήριο χωριζόταν με εγκάρσιο τοίχο σε δύο ανισομεγέθη δωμάτια: ένα μεγάλο στα δυτικά και ένα μικρότερο, αψιδωτό στο βάθος, μέσα στο οποίο βρέθηκε καμπύλο κτιστό θρανίο, άγνωστης χρήσης κυκλική κατασκευή και μεγάλος αριθμός κινητών ευρημάτων: χάλκινες πόρπες, αιχμές βελών, διπλοί πέλεκεις, σιδερένια εγχειρίδια και ένα χρυσό ενώτιο. Ένας κυκλοτερής περίβολος οριοθετούσε το πλάτωμα του ιερού, έξω από τον οποίο βρέθηκε πυρρά με ταφικό χαρακτήρα ή εναγισμός, θυσία δηλαδή σχετική με τη χθόνια υπόσταση της λατρευόμενης θεότητας του 8ου αι. π.Χ. Από την κεραμική των γεωμετρικών χρόνων που βρέθηκε στον χώρο, ξεχωρίζουν δύο γκριζόχρωμοι κρατήρες, κοσμημένοι με εμπίεστη και εγχάρακτη διακόσμηση και ένας δίνος με εγχάρακτους κύκλους στον ώμο.
Κατά τη διάρκεια των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων, μέσα στον 7ο αι. π.Χ., στον χώρο όπου αργότερα χτίστηκε ο Ναός Β, ανοικοδομείται ορθογωνιόσχημο κτήριο, με βαθύ προθάλαμο και κλειστό κυρίως χώρο, το οποίο αργότερα αντικαθίσταται από μεγαλύτερων διαστάσεων ναϊκό οικοδόμημα, με εσωτερικά, κεντρικά υποστυλώματα κατά τον διαμήκη άξονά του. Οι αλλαγές αυτές, όπως αποτυπώνονται στην αρχιτεκτονική των λατρευτικών κτηρίων, εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ζυμώσεων που επιτελούνται στο ιερό και πιθανόν σχετίζονται με τη διαδοχή λατρείας από την γυναικεία προϊστορική θεότητα στον Απόλλωνα.
Ο πρώτος μνημειακού χαρακτήρα ναός που χτίζεται στο άνδηρο του ιερού, λίγο μετά από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., είναι ο επονομαζόμενος Ναός Α, ο οποίος συμπεριλαμβάνει με ιδιαίτερη φροντίδα στο θεμέλιό του, κάτω από τον πρόναο και τον σηκό, πρωιμότερα (γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων) ταφικά λείψανα επιφανών νεκρών (μάρτυρες, προφανώς, μιας χθόνιας προγονικής λατρείας), γεγονός που αναμφίβολα αποτέλεσε τη βασική αιτία για την ασυνήθιστη, σχεδόν τετραγωνιόσχημη, κάτοψή του, με αναλογίες 1:11/2. Πρόκειται για έναν άλλοτε περίπτερο ναό, με προσανατολισμό Α-Δ και είσοδο στα ανατολικά, διαστάσεων: 29,20 x 18,70 μ., με βαθύ πρόναο, σηκό, στενό οπισθόδομο και διπλή σειρά κιόνων στο εσωτερικό του. Ο ναός εδραζόταν πάνω σε ισχυρό στερεοβάτη, η νότια πλευρά του οποίου ενισχύθηκε –εξαιτίας της υψομετρικής διαφοράς και απότομης κλίσης του εδάφους– με μεγάλο αναλημματικό τοίχο. Οι κίονες του πτερού ήταν ακόσμητοι και επιστέφονταν με αιολικά κιονόκρανα. Από τον θριγκό του ναού που ήταν κατασκευασμένος, προφανώς, από φθαρτά υλικά (πηλό και ξύλο), διατηρούνται μέρη μόνο του πήλινου ιωνικού κυματίου που διέθετε. Από τα αποσπασματικά σωζόμενα θραύσματα των ορθογωνιόσχημων στρωτήρων και των τριγωνικής διατομής καλυπτήρων, συνάγεται ότι η κεράμωση του ναού ήταν κορινθιακού τύπου. Οι ανθεμωτοί ακροκέραμοι έφεραν στο κατώτερο τμήμα τους γραπτή ζώνη μαιάνδρου, ενώ το μέτωπό τους ήταν διακοσμημένο με έξεργες ανάγλυφες παραστάσεις που απέδιδαν παλαιστές, λιοντάρια που σπαράσσουν ελάφια και γοργόνεια.
Από τα κινητά ευρήματα που βρέθηκαν στον χώρο, ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα αποτμήματα των επιγραφικών χαραγμάτων και τα θραύσματα μελανόμορφων αγγείων, που παρέχουν σημαντικές ενδείξεις για τη χρονολόγηση του ναού στα χρόνια λίγο μετά από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Σε αυτά συγκαταλέγεται και η πήλινη ενεπίγραφη πλάκα, με το αποσπασματικά διατηρούμενο χάραγμα:
…[ΑΠΟΛ]ΛΩΝΟΣ
στην κύρια πλευρά της, το οποίο αναμφίβολα αποτελεί σημαντική μαρτυρία για την ταυτότητα της λατρευόμενης θεότητας.
Στο υψηλότερο σημείο του ανδήρου, μερικά μέτρα βορειοανατολικότερα του Ναού Α και σχεδόν δίπλα από το ελλειψοειδές λατρευτικό οικοδόμημα των γεωμετρικών χρόνων, ανοικοδομήθηκε στους υστεροαρχαϊκούς χρόνους (κοντά στο τέλος του 6ου αι. π.Χ.) ένας δεύτερος ναός αιολικού ρυθμού, ο επονομαζόμενος Ναός Β. Ο ναός ήταν περίπτερος (με 8 x 17 κίονες πτερού), διαστάσεων: 38,15 x 16,90 μ. (σύμφωνα με τις τυπικές αναλογίες ναών των αρχαϊκών χρόνων 1:21/4) και κατασκευασμένος από επιχώριο τραχείτη λίθο. Η κατάσταση διατήρησής του είναι αποσπασματική: σώζεται μεγάλο μέρος του τριβαθμιδωτού κρηπιδώματος, καθώς και τμήματα από τις βάσεις, τους κατώτερους σφονδύλους και τα αιολικά κιονόκρανα των αράβδωτων κιόνων του πτερού. Η είσοδός του βρισκόταν στα ανατολικά, ενώ στο εσωτερικό του μονόχωρου βαθύ σηκού, μια πιόσχημη κιονοστοιχία περιέβαλλε το κτιστό, ορθογωνιόσχημο βάθρο του λατρευτικού αγάλματος του θεού, διαστάσεων: 4,10 x 3.45 μ.
Από τα κινητά ευρήματα (μετάλλινα όπλα, κοσμήματα και εργαλεία) που βρέθηκαν στον χώρο, ξεχωρίζει το αποσπασματικά διατηρούμενο χάλκινο ειδώλιο κούρου, που και σε αυτήν την περίπτωση μας παραπέμπει αβίαστα στη λατρεία του Απόλλωνος. Από την ανωδομή του ναού διατηρούνται ελάχιστα μέρη: σπαράγματα λίθινου λεσβίου κυματίου και αποτμήματα ανάγλυφων πήλινων πλακών με εικονιστικό διάκοσμο από τη ζωοφόρο. Η κεράμωση του ναού ήταν κορινθιακού τύπου, με επίπεδους στρωτήρες και τριγωνικής διατομής καλυπτήρες, ενώ τα μέτωπα των ηγεμόνων καλυπτήρων έφεραν ανάγλυφο διάκοσμο, αποτελούμενο από διπλές βλαστόσπειρες και ανθέμια.
Το ιερό του Ναπαίου Απόλλωνος στην Κλοπεδή υπήρξε ένα ιδιαίτερα σημαντικό θρησκευτικό κέντρο κατά τους αρχαίους χρόνους. Η λατρεία στον χώρο συνεχίστηκε κατά την ελληνιστική εποχή, αλλά και στα μετέπειτα ρωμαϊκά χρόνια, όπως άλλωστε καταφαίνεται και από τα πλούσια ευρήματα των παλαιότερων και νεώτερων ανασκαφών (πήλινες κεφαλές γυναικείων ειδωλίων με ψηλό πόλο και καλύπτρα του 5ου αι. π.Χ., στωικό οικοδόμημα ελληνιστικών χρόνων κατά μήκος την νότιας μακράς πλευράς του Ναού Α, κατάλοιπα αψιδωτού κτηρίου ρωμαϊκής περιόδου στον παρακείμενο του ιερού χώρο).
Στο πλαίσιο της προστασίας, διαμόρφωσης και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Κλοπεδής (κατόπιν ένταξης του έργου στο ΕΣΠΑ 2010-2014), πραγματοποιήθηκε σειρά σημαντικών εργασιών, με στόχο όχι μόνο τον καθαρισμό και τη συντήρηση των κινητών ευρημάτων που έφερε στο φως η ανασκαφική έρευνα, αλλά και την αποκατάσταση και αναστήλωση –όπου αυτό ήταν εφικτό– των διατηρούμενων στον χώρο (in situ) οικοδομικών/αρχιτεκτονικών καταλοίπων του ιερού που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη τόσο των προγενέστερων, όσο και των μετέπειτα χρόνων. Ο αρχαιολογικός χώρος του αιολικού ιερού της Κλοπεδής είναι σήμερα άρτια οργανωμένος και επισκέψιμος για το ευρύ κοινό.