Οβριόκαστρο Αρχαίας Άντισσας

Το Κάστρο των Αγίων Θεοδώρων, γνωστό σήμερα και ως Εβραιόκαστρο ή Οβριόκαστρο ή Βριόκαστρο, βρίσκεται στο βορειοδυτικό παράκτιο τμήμα του νησιού, ανατολικά του Γαβαθά και πιο συγκεκριμένα, στο βόρειο άκρο μιας μικρής χερσονήσου, η οποία μαζί με τη παρακείμενη βραχώδη ακρόπολη στα νότια, αποτέλεσαν την κύρια έκταση, στην οποία ιδρύθηκε και ήκμασε από το τέλος της δεύτερης χιλιετίας κι έπειτα η αρχαία πόλη της Άντισσας, μια από τις έξι σημαντικότερες πόλεις-κράτη της Λέσβου στην αρχαιότητα. Στην Άντισσα, σύμφωνα με τον μύθο, κατέληξαν η κεφαλή και η λύρα του μυθικού ποιητή και μουσικού της αρχαιότητας Ορφέα, τον οποίο διαμέλισαν και έριξαν στη θάλασσα του Έβρου οι Μαινάδες της Θράκης. Στα δυτικά της πόλης βρισκόταν η εύφορη κοιλάδα του ποταμού Βούλγαρη και στα ανατολικά το αρχαίο της λιμάνι, από το οποίο σήμερα διατηρούνται τμήματα του καταποντισμένου λιμενοβραχίονα και λιγοστά οικοδομικά κατάλοιπα της οχύρωσης. Η νεκρόπολη της αρχαίας Άντισσας εκτεινόταν στα νότια και νοτιοδυτικά.

Πρώτος ο Γερμανός αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Robert Johann Koldewey (1855-1925) εντόπισε, ταύτισε και χαρτογράφησε της αρχαία πόλη της Άντισσας, η οποία, όπως παραδίδεται στις σχετικές τοπογραφικές αποτυπώσεις, περιβαλλόταν ολόκληρη από τείχη, χτισμένα κατά το Λέσβιο σύστημα δόμησης. Εικάζεται ότι κατείχε συνολικά 165 στρέμματα, ενώ η περίμετρος των τειχών της έφθανε περίπου τα δύο χιλιόμετρα. Τα σημαντικά δεδομένα που μας παρέδωσε ο Koldewey, επιβεβαιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό και από τα πορίσματα των ανασκαφικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν από τη Βρετανίδα αρχαιολόγο και ιστορικό Winifred Lamb (1894-1963) κατά τα έτη 1930-1932. Εκτός από τα αποσπασματικά διατηρούμενα τμήματα των τειχών, τα κτηριακά κατάλοιπα, τα χτιστά πηγάδια, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως πληθώρα κινητών ευρημάτων, όπως αγγεία, επιγραφές, νομίσματα, ειδώλια, που καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα από το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ., έως και τον 16ο αι. μ.Χ. και μαρτυρούν τη συνεχή και αδιάλειπτη κατοίκηση στον χώρο. Στα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα συγκαταλέγονται τα οικοδομικά λείψανα ενός πρώιμου ιερού, που φαίνεται ότι ιδρύθηκε περί το 1000 π.Χ. Πρόκειται για ένα αψιδωτό τετραμερές λατρευτικό κτήριο, από το οποίο διακρίνονται δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις, με τη δεύτερη να ανάγεται χρονολογικά στον 8ο αι. π.Χ., οπότε και το λατρευτικό οίκημα μετατρέπεται σε ελλειψοειδές, αποκτώντας διπλή αψίδα στις στενές του απολήξεις. Ένα επίμηκες δρομικό οικοδόμημα του 4ου αι. π.Χ. που ταυτίζεται με στοά, φαίνεται ότι σχετίζεται επίσης με τον ευρύτερο χώρο του ιερού.

Το 167 π.Χ. η αρχαία Άντισσα καταστρέφεται από τους Ρωμαίους. Στα χρόνια που ακολούθησαν αναπτύχθηκε στην περιοχή ο μεσαιωνικός οικισμός των Αγίων Θεοδώρων, που κατά τη Βυζαντινή περίοδο απέκτησε τη μορφή μιας σημαντικής περιτείχιστης κώμης, προστατευόμενης από το ομώνυμο οχυρό Κάστρο της. Το Οβριόκαστρο ενισχύθηκε δραστικά από τους Γατελούζους κατά την περίοδο της αυθεντίας τους στη Λέσβο (1355-1462), ενώ έπειτα από την κατάκτηση της νήσου από τους Οθωμανούς το 1462 και πιο συγκεκριμένα, με το τέλος του Α’ Βενετοτουρκικού πολέμου (1461-1479) εγκαταλείπεται και καταστρέφεται. Το Κάστρο των Αγίων Θεοδώρων, γνωστό και ως «Τσιφούτ Καλεσί» κατά τους Οθωμανούς, υπήρξε το τρίτο σε μέγεθος και σημαντικότητα από τα μεσαιωνικά κάστρα του νησιού, μετά από αυτό της Μυτιλήνης και της Μήθυμνας.

Σήμερα διατηρείται σε ερειπιώδη κατάσταση και εντοπίζεται στο βόρειο άκρο μιας χερσονήσου, η οποία από μόνη της προσέφερε σε μεγάλο βαθμό φυσική οχύρωση στον χώρο, ειδικά στη βόρεια βραχώδη και απόκρημνη απόληξή της. Το προς νότο χαμηλότερο υψομετρικά και σχετικά πεδινό τμήμα του αυχένα της ενισχύθηκε με υψηλό τείχος που διέθετε πύλη, προμαχώνες, πύργους και οχυρωματική τάφρο σε όλο του το μήκος. Ένας κυκλικής κάτοψης πύργος στο νοτιοανατολικό του άκρο (πιθανόν μεταγενέστερη προσθήκη) προσέφερε περαιτέρω ενίσχυση, αλλά και προστασία στον προς ανατολή παρακείμενο λιμένα της πόλης. Τα τείχη του Κάστρου που ξεπερνούσαν σε αρκετά σημεία τα 20 μέτρα σε ύψος, περιέβαλαν σε σχήμα πενταγώνου ολόκληρη την περιμετρική έκταση της χερσονήσου, προσφέροντας έτσι την απαιτούμενη οχύρωση και προστασία στην περιτείχιστη κώμη. Στο βόρειο άκρο αναπτυσσόταν το Άνω Κάστρο, το ύστατο πεδίο άμυνας των υπερασπιστών του, που προστατευόταν στο νότιο τμήμα του από πέντε οχυρωματικούς πύργους. Σήμερα τα τείχη του Οβριόκαστρου στο μεγαλύτερο μέρος τους δε σώζονται. Στο εσωτερικό, διατηρούνται τα κατάλοιπα οικιστικών κτηρίων και άλλων οικοδομημάτων, διαφόρων χρήσεων, που προορίζονταν για τους αξιωματούχους και τη φρουρά.

Σε μία πατριαρχική συνοδική απόφαση του 1331 αναφέρεται ότι μέσα στην οχυρή κώμη των Αγίων Θεοδώρων υπήρχε μοναστήρι αφιερωμένο στη Παναγία Οδηγήτρια. Το 1334 το Κάστρο καταλαμβάνεται από τον Γενουάτη πειρατή Dom. Cattaneo, ενώ το 1462 περιέρχεται, όπως και ολόκληρη η νήσος, στα χέρια των Οθωμανών. Εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης, η σημασία του Κάστρου υπήρξε μεγάλη, κάτι που από πολύ νωρίς γνώριζαν οι Βενετοί και που πολύ εύγλωττα αποτυπώνεται στις συνεχείς προσπάθειες απόσπασής του από τα χέρια των Οθωμανών κατά τη διάρκεια του 15ου αι., με απώτερο στόχο να κυριαρχήσουν στη Λέσβο, θέση κλειδί για τους θαλασσινούς δρόμους του Αιγαίου που συνέδεε την Ιταλία και τον Εύξεινο Πόντο. Από τη γραπτή παράδοση της ύστερης αρχαιότητας πληροφορούμαστε ότι ο οικισμός των Αγίων Θεοδώρων ερημώθηκε πριν από τον 17ο αι. Έκτοτε σταδιακά το Κάστρο καταστράφηκε ολοκληρωτικά.

Σήμερα με πρωτοβουλία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου διενεργούνται, υπό τη διεύθυνση και επίβλεψη του προϊσταμένου της υπηρεσίας Δρος Παύλου Τριανταφυλλίδη, ανασκαφικές εργασίες, με σκοπό την ανάδειξη του σημαντικού αρχαιολογικού χώρου του μεσαιωνικού Κάστρου και της αρχαίας Άντισσας. Οι έρευνες επικεντρώνονται στο επιθαλάσσιο τείχος που εκτείνεται κατά μήκος της μεσαιωνικής τάφρου, στο διατείχισμα με τους πέντε πύργους και το Άνω Κάστρο. Εκτός από τα άφθονα κινητά ευρήματα (κεραμική, μετάλλινα, γυάλινα αντικείμενα, νομίσματα) και τους υπόγειους αποθηκευτικούς χώρους στο Άνω Κάστρο, στα μέχρι τώρα σημαντικότερα ευρήματα συγκαταλέγονται ένα αψιδωτό κτήριο του 7ου αι. π.Χ. και δύο προγενέστερα ορθογώνια κτίσματα του 10ου – 9ου αι. π.Χ., που αντιπροσωπεύουν τη μεταβατική περίοδο από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600-1100 π.Χ.) στους λεγόμενους σκοτεινούς χρόνους (11ος – 9ος π.Χ.), κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν στο ευρύτερο πλαίσιο του Α΄ Ελληνικού Αποικισμού ανάμεσα σε άλλες και οι μετακινήσεις των αιολικών φύλλων στη Λέσβο.

Τοποθεσία

Δήμος: Δυτικής Λέσβου

Δημοτική Ενότητα: Ερεσού-Αντίσσης

Θέση: Βορειοδυτικό παράκτιο τμήμα του νησιού, ανατολικά του Γαβαθά.

Φωτογραφίες

Μετάβαση στο περιεχόμενο