Με την άφιξη των Αιολικών φύλων στην ανατολική περιοχή του Αιγαίου, από “ἄπολις” η Λέσβος “ᾠκίσθη κατά πόλεις” (Ψευδο-Ηρόδοτος, Βίος Ὁμήρου, 38). Η Ερεσός (Ἔρεσος, στην αρχαιότητα), γενέτειρα της λυρικής ποιήτριας Σαπφούς και του φιλοσόφου Θεόφραστου, υπήρξε μία από τις έξι πόλεις-κράτη της αρχαίας Λέσβου, όπως πληροφορούμαστε από τον Ηρόδοτο (Ἱστορίαι, Ι.151.2), που ιδρύθηκε στο δυτικό παράκτιο τμήμα της στην Ύστερη Χαλκοκρατία. Η αρχαία ακρόπολη της Ερεσού βρισκόταν χτισμένη στην κορυφή και τις πλαγιές ενός φυσικού οχυρού λόφου (Στράβων, Γεωγραφικά, 13.2.4), που σήμερα εντοπίζεται νοτιοανατολικά του σύγχρονου οικισμού της Σκάλας Ερεσού. Στην αρχαιότητα ο λόφος περιγράφεται από τον Αρχέστρατο ως “περικύμονας μαστός” (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 3.77), λόφος παραθαλάσσιος, που περιτριγυριζόταν από κύματα. Η ακρόπολη της Ερεσού από νωρίς ενισχύθηκε με τείχη που χτίστηκαν στις υπώρειες του λόφου της, έχοντας τη μορφή περιβόλου, κατάλοιπα του οποίου διατηρούνται έως και τις μέρες μας.
Σήμερα, στην κορυφή του τραπεζοειδούς λόφου, που μας είναι γνωστός ως “Βίγλα” και βρίσκεται σε ύψος 78 μ. από τη στάθμη της θάλασσας, σώζονται –εκτός από μια δεξαμενή νερού ρωμαϊκών ή (κατά άλλους) βυζαντινών χρόνων– τα λείψανα του μεσαιωνικού γενοβέζικου φρουρίου της εποχής των Γατελούζων. Πιο συγκεκριμένα, διατηρούνται αποσπασματικά δύο πύργοι, ένας στρογγυλός και ένας μεταγενέστερος τετράγωνος, εν είδει προμαχώνα, με ισόδομη τοιχοποιία και εντοιχισμένο αρχαίο υλικό σε δεύτερη χρήση. Το φρούριο που μας είναι γνωστό ήδη από τις μαρτυρίες των περιηγητών του 14ου αι. μ.Χ., υπέστη μεταβολές και προσθήκες στο πέρασμα των χρόνων, ενώ χρησιμοποιήθηκε αδιάλειπτα έως και την κατάληψη της Λέσβου από τους Τούρκους το 1462.
Πρώτος ο γερμανός αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Robert Johann Koldewey (1855-1925) μελέτησε τα ορατά διατηρούμενα υλικά κατάλοιπα της ακρόπολης Ερεσού. Τα πορίσματα της μελέτης του, τα ιστορικά συμφραζόμενα και κυρίως τα αρχαιολογικά δεδομένα από τις παλιότερες και νεώτερες σωστικές ανασκαφικές εργασίες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που πραγματοποιήθηκαν κατά τις δεκαετίες του ’20, του ’60, του ’80 και πιο πρόσφατα μεταξύ 2006-2007, καθιστούν εφικτή, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, την ανασύνθεση της εικόνας της αρχαίας ακρόπολης της Ερεσού.
Όπως προαναφέρθηκε, το τείχος, συνολικού μήκους 1 χλμ., βρισκόταν στις υπώρειες του λόφου και περιέβαλε την πόλη, το μέγεθος της οποίας δε θα πρέπει να ξεπερνούσε αρχικά τα 4,5 εκτάρια (δηλαδή τα 45 στρέμματα). Εξωτερικά, κατά την περίμετρό του, διέθετε πύργους και πύλες. Τα αρχαιότερα κατάλοιπα του τείχους ανάγονται χρονολογικά στους αρχαϊκούς χρόνους: εντοπίζονται στο βόρειο τμήμα της ακρόπολης και είναι κατασκευασμένα από τραχείτη λίθο, σύμφωνα με τη λεσβία τοιχοδομία. Στην ίδια βόρεια πλευρά βρίσκεται και μια μεγάλη ορθογωνιόσχημη οχυρή κατασκευή, που ταυτίζεται με μια από τις κύριες πύλες της ακρόπολης. Στο σύστημα τοιχοδομίας εντοπίζονται διαφοροποιήσεις, που παραπέμπουν σε διαφορετικές χρονολογικές φάσεις. Υστερότερα τμήματα του τείχους, κατασκευασμένα με το ισόδομο και το ψευδοϊσόδομο σύστημα τοιχοποιίας, εντοπίζονται κοντά στο μεσαιωνικό φρούριο. Τα παλιότερα, ωστόσο, ασφαλώς χρονολογημένα τμήματα ισόδομης τοιχοποιίας ανάγονται στους υστεροκλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους. Λιγοστά είναι τα κατάλοιπα των οικιών και των αναλημματικών τοίχων, που συγκρατούσαν τα πλατώματα των επικλινών πρανών της ακρόπολης. Γενικότερα, η ακρόπολη της Ερεσού είχε την τυπική εικόνα των λεσβιακών ακροπόλεων: υπήρξε μια μικρής έκτασης πόλη, η οποία ήταν αρχικά περιορισμένη μέσα στα τείχη της, ενώ στη συνέχεια επεκτάθηκε προς το εύφορο, πεδινό μέρος της εκτός του περιβόλου της, ο οποίος, μαζί με την οχύρωσή του, επεκτάθηκε και προσαρμόστηκε και αυτός καταλλήλως, ακολουθώντας την εξάπλωση της πόλης.
Από τα διατηρούμενα οικοδομικά κατάλοιπα, φαίνεται ότι το λιμάνι της αρχαίας Ερεσού ήταν ανοχύρωτο, καθώς βρισκόταν στα νοτιοδυτικά, εκτός των τειχών της. Με την επέκταση, ωστόσο, της πόλης προς νότο, στους ελληνιστικούς χρόνους, το λιμάνι ενσωματώνεται στην πόλη και αποτελεί οργανικό τμήμα της. Σε μεγάλο βαθμό ήταν φυσικά διαμορφωμένο, στα νότια προφυλαγόταν από βραχώδη ξερονήσια, ενώ στα βορειοδυτικά χτίστηκε πρόβολος σε σχήμα Γ, με λεσβία δόμηση, μέγιστου πλάτους 7.3 μ. Όπως συνάγεται από σχετική επιγραφική μαρτυρία (IG XII, Suppl. 124), δε θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπήρχαν (τουλάχιστον κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) δύο αρχαίοι λιμένες, ένας πολεμικός και ένας εμπορικός, κάτι που μας είναι άλλωστε γνωστό και από άλλες πόλεις του Αιγαίου, αλλά και της Λέσβου, ειδικότερα, όπως τη Μυτιλήνη και την Άντισσα.
Στη βυζαντινή εποχή, η πόλη μεταφέρεται ανατολικότερα, στο εσωτερικό. Από τα κατάλοιπα των οικιών και των μνημείων της περιόδου, όπως η βασιλική του Αγίου Ανδρέα και η βασιλική Αφεντέλλη (βορειοδυτικά, στην ομώνυμη θέση), φαίνεται ότι η ευημερία της πόλης συνεχίζεται τουλάχιστον, έως και την παλαιοχριστιανική εποχή. Από τις αρχαιολογικές ενδείξεις των διαχρονικών ταφικών πρακτικών συνάγεται ότι οι νεκροπόλεις της Ερεσού εκτείνονταν περιμετρικά της πόλης, ωστόσο, τα σημαντικότερα ευρήματα της κατηγορίας (τεφροδόχα αγγεία, κιβωτιόσχημοι τάφοι, ταφικοί πίθοι, λίθινες και πήλινες –Κλαζομενιακού τύπου– σαρκοφάγοι) εντοπίστηκαν στο βόρειο και δυτικό περιμετρικό της τμήμα. Κατά τους μετέπειτα χρόνους, ο αστικός πληθυσμός συρρικνώνεται και η πόλη της Ερεσού (όπως και οι άλλες μεγάλες πόλεις της Λέσβου) χάνει την παλιά της αίγλη, καθώς αποκτά πλέον τον χαρακτήρα μιας μεσόγειας κωμόπολης, υπό τη μορφή φρουρίου πάνω στον λόφο.
Από τα αρχαιολογικά δεδομένα της αρχαίας Ερεσού, άξιος μνείας είναι ο σημαντικός αριθμός επιγραφικών μαρτυριών πολιτικού κυρίως χαρακτήρα, όπως οι σχετικές με τους τυράννους της Ερεσού επιγραφές (τον Αγώνιππο, τον Ευρυσίλαο, τον Έρμωνα, τον Ηραίο, τον Απολλόδωρο κ.α.), που μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την πόλη. Σε μία από αυτές αναφέρεται ότι ο τύραννος Αγώνιππος ήταν αυτός που ανοικοδόμησε την ακρόπολη, επιβάλλοντας, ωστόσο, δυσβάσταχτη φορολογία στους πολίτες της. Επιγραφές των ελληνιστικών χρόνων και πιο συγκεκριμένα του 3ου αι. π.Χ., μαρτυρούν τις στενές επαφές των κατοίκων της Ερεσού με τους Πτολεμαίους. Άλλες ψηφισματικές επιγραφές αναφέρονται στο ιερό και τον ναό της Αθηνάς Πολιάδος, το επονομαζόμενο “Ἀθήναιον”, το οποίο πιθανότατα βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της πόλης, όπως υποδεικνύουν τα παρακείμενα οικοδομικά κατάλοιπα (σπαράγματα δωρικών και αράβδωτων κιόνων, επιστυλίου, όστρακα) στο σημερινό εκκλησάκι της Παναγιάς Μινάβρας (από το λατινικό Minerva=Αθηνά Ρωμαίων). Ψηφισματικές επίσης είναι και οι επιγραφές που μαρτυρούν τη λατρεία του Διονύσου και αναφέρονται στους γυμνικούς αγώνες προς τιμήν του, στοιχείο που παραπέμπει στην ύπαρξη οργανωμένου σταδίου στην πόλη. Οι έξι σφόνδυλοι δωρικών κιόνων, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά λείψανα που βρέθηκαν πίσω από τον περίβολο της παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Αγίου Ανδρέα, αποτελούν ένδειξη για την ύπαρξη κάποιου σημαντικού δημόσιου οικοδομήματος –ίσως ναός του Διονύσου(;)– στην ίδια περιοχή (του βορειοδυτικού τμήματος της πόλης), εκεί όπου εικάζεται ότι βρισκόταν και η αρχαία αγορά της πόλης. Πλούσιες, τέλος, είναι και οι επιγραφικές μαρτυρίες των ρωμαϊκών χρόνων, από τις οποίες πληροφορούμαστε για τις πολλαπλές τιμές που αποδόθηκαν σε ρωμαίους αυτοκράτορες, όπως τον Αύγουστο, τον Τραϊανό κ.ά.
Στα σημαντικότερα ευρήματα από την αρχαία ακρόπολη τη Ερεσού, συγκαταλέγεται ένα αρχαϊκό αιολικό κιονόκρανο, που βρέθηκε στην παραλία της σε δεύτερη χρήση (σε σύγχρονη οικία), και εικάζεται ότι προέρχεται από κάποιον ναό (ή άλλο σημαντικό μνημείο) στην περιοχή του “Ξώκαστρου” (του βορειοδυτικού δηλαδή τμήματος της βίγλας), όπου επίσης εντοπίστηκε το αριστερό κάτω άκρο ενός μαρμάρινου αγάλματος κούρου φυσικού μεγέθους. Δυστυχώς και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για ευρήματα εκτός συμφραζομένων, αποκομμένα από το αρχικό τους περιεχόμενο, γεγονός που αποτρέπει τη διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Μια μελλοντική, ωστόσο, συστηματική ανασκαφική έρευνα στον χώρο, αναμφίβολα, θα έριχνε φως σε πολλά από τα προαναφερθέντα ζητήματα, συμπληρώνοντας ουσιαστικά την σημερινή αποσπασματική εικόνα που έχουμε για την αρχαία ακρόπολή της Ερεσού. Τέλος, από την πλούσια νομισματική παράδοση και τις αναθηματικές επιγραφές που διαθέτουμε συνάγεται ότι, εκτός από την Αθηνά και τον Διόνυσο, στην Ερεσό λατρεύονταν ο Απόλλωνας, ο Ερμής, ο Δίας, η Άρτεμις, η Δήμητρα, ο Ποσειδώνας, η Κυβέλη και πιθανόν η Περσεφόνη και ο Ασκληπιός.
Η αρχαιολογική συλλογή Ερεσού στεγάζεται σήμερα σε ένα σύγχρονο λιθόκτιστο μουσείο, με παρακείμενο ημιυπαίθριο χώρο και ευρύχωρο προαύλιο, που βρίσκεται στη Σκάλα Ερεσού και είναι –όπως άλλωστε και ο επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος της ακρόπολης Ερεσού– στη διάθεση των επισκεπτών.